«Λευκές Νύχτες» του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι
Γράφει η Λουκία Μητσάκου
Τι σημαίνει «ευτυχία»; Είναι μια μόνιμη κατάσταση ή κάτι φευγαλέο; Τι χρειαζόμαστε για να νιώσουμε ευτυχισμένοι; Είναι η ανθρώπινη επαφή, η εγγύτητα και η οικειότητα απαραίτητο στοιχείο σε αυτό που καλούμε «ευτυχία»; Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε τον Άλλον; Πόσο διψασμένοι είμαστε για ανθρώπινη επαφή; Ζούμε πραγματικά τη ζωή μας ή απλώς υπάρχουμε; Ζούμε στην πραγματική ζωή ή μέσα στη φαντασία μας; Αγαπάμε τη ζωή ή τη φοβόμαστε; Ή και τα δύο; Πολλά από αυτά τα ερωτήματα θίγει η παράσταση «Λευκές Νύχτες».
Τι σημαίνει, όμως, η έκφραση «Λευκές Νύχτες»; Στις δύο τελευταίες εβδομάδες του Ιουνίου και συγκεκριμένα στο διάστημα ανάμεσα στην 11η Ιουνίου και την 2η Ιουλίου στην Αγία Πετρούπολη έχουμε τις Λευκές Νύχτες, όπου ο ουρανός δεν σκοτεινιάζει ποτέ εντελώς και σου δίνει την αίσθηση πως είναι έτοιμος να ανατείλει λίγα λεπτά αφού έδυσε. Σε μια Λευκή Νύχτα το σούρουπο διαρκεί μέχρι το πρωί.
Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας νύχτας, πάνω από τα νερά του ποταμού Νέβα, σε μια προκυμαία, δύο μοναχικοί νέοι θα συναντηθούν. Από τη μία, ένας νεαρός άντρας ονειροπόλος, ένας άνθρωπος που δεν ζει στην πραγματική ζωή αλλά στη φαντασία του, αποκομμένος από κοινωνικές συναναστροφές. Από την άλλη, μία δυναμική νεαρή κοπέλα, η Νάστιενκα, που κουβαλάει τη δική της ιστορία και μέσα από αυτή τη συνάντηση θα ζήσει μια ιστορία ενηλικίωσης. Μια μοιραία συνάντηση που θα καθορίσει και τους δύο κατά τη διάρκεια αυτών των λευκών νυχτών. Η έκφραση «λευκές νύχτες» χρησιμοποιείται, επίσης, σε πολλές γλώσσες για να δηλώσει τις άυπνες νύχτες μας, τις νύχτες που δεν κοιμόμαστε.
Οι ήρωες συναντιούνται μία τέτοια Λευκή Νύχτα στην Αγία Πετρούπολη και αποφασίζουν να βρεθούν και την επόμενη μέρα αλλά η νεαρή κοπέλα βάζει στον Ονειροπόλο έναν όρο για να γίνει αυτό: Να υποσχεθεί να μην την ερωτευθεί. Μια υπέροχη προοικονομία και μια υπέροχη υπενθύμιση πως την αληθινή ζωή δεν την προγραμματίζουμε ποτέ.

Και οι δύο είναι αιχμάλωτοι και εγκλωβισμένοι. Ο Ονειροπόλος είναι αιχμάλωτος της φαντασίας του και του κόσμου που έχει πλάσει μέσα στο μυαλό του. Ίσως είναι εγκλωβισμένος και στον φόβο του για τον πραγματικό κόσμο και την ανθρώπινη επαφή. Η Νάστιενκα είναι κυριολεκτικά εγκλωβισμένη στο σπίτι με την τυφλή γιαγιά της και καρφιτσωμένη στην φούστα της. Και οι δύο θέλουν να νιώσουν ελεύθεροι. Και οι δύο θέλουν να ζήσουν μια ζωή γεμάτη, μια ζωή αληθινή. Θα τα καταφέρουν να ελευθερωθούν;
Δυο άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν τον έρωτα και μέσα σε λίγες νύχτες ζουν μια ολόκληρη ζωή. Δύο άνθρωποι αρκετά γενναίοι που επιτρέπουν στον εαυτό τους να παρασυρθεί από τον άλλον. Η νεαρή κοπέλα είναι η Νάστιενκα ενώ το όνομα του Ονειροπόλου δεν αναφέρεται ποτέ. Ίσως επειδή η Νάστιενκα ζει στην πραγματική ζωή ενώ εκείνος όχι. Ίσως επειδή ο Ονειροπόλος είναι ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι. Ίσως επειδή ο Ονειροπόλος είναι ένας τύπος ανθρώπου. Ίσως επειδή ο Ονειροπόλος είμαστε συχνά όλοι εμείς, που διψάμε για ανθρώπινη επαφή αλλά ο φόβος μας υπερισχύει και καταλήγουμε να μένουμε στον κόσμο της φαντασίας μας.
Ο Ονειροπόλος περιμένει τη Νάστιενκα. Περιμένει να την ξαναδεί, περιμένει εκείνη να τον αγαπήσει, περιμένει να ζήσει τη ζωή που δεν έζησε ως σήμερα. Περιμένει. Και κάπως έτσι, θυμόμαστε τα λόγια του Ρολάν Μπαρτ στα «Αποσπάσματα του ερωτικού λόγου»:
«Είμαι ερωτευμένος; -Ναι, αφού περιμένω». Ο άλλος δεν περιμένει ποτέ. Μερικές φορές θέλω να υποδυθώ αυτόν που δεν περιμένει, επιχειρώ να απασχοληθώ κάπου αλλού, να φτάσω καθυστερημένος. Μα στο παιχνίδι αυτό βγαίνω μονίμως χαμένος. Ό,τι κι αν κάνω, στο τέλος αποδείχνομαι και πάλι αναπασχόλητος, συνεπής στο ραντεβού – και μάλιστα πριν από την καθορισμένη ώρα. Η μοιραία ταυτότητα του ερωτευμένου δεν είναι άλλη από αυτήν: είμαι αυτός που περιμένει.
Και ο Ονειροπόλος αυτό κάνει: περιμένει.

Ήταν μια θαυμάσια νύχτα, μια τέτοια νύχτα που μπορεί να υπάρχει μόνο, όταν είμαστε νέοι.
Αυτό ακούμε στην αρχή της παράστασης και αρχίζουμε να νιώθουμε ένα πετάρισμα στην καρδιά, μια νοσταλγία, μια αίσθηση πως θα συγκινηθούμε πραγματικά. Και η αίσθηση αυτή είναι σωστή.
Η απόδοση είναι του Κωνσταντίνου Ασπιώτη και πρόκειται για μία εξαιρετική μεταφορά της νουβέλας του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι σε θεατρική μορφή με έναν τρόπο πιστό στο κείμενο αλλά και πολύ φρέσκο ταυτόχρονα.
Η σκηνοθεσία είναι του Κωνσταντίνου Ασπιώτη και πρόκειται για μία από τις καλύτερες σκηνοθετικές δουλειές που έχουμε δει. Είναι φανερό πως ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης αγάπησε πολύ αυτή τη δουλειά και μας έκανε και εμάς να την λατρέψουμε. Μας χάρισε απλόχερα μία παράσταση τόσο ζωντανή, τόσο αληθινή, τόσο συγκινητική και αστεία ταυτόχρονα που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο και που δεν πλατιάζει ούτε για ένα λεπτό. Πρόκειται για μία παράσταση με όμορφες εικόνες και έξοχο ρυθμό αλλά και πολλές ευφυέστατες σκηνοθετικές επιλογές που εστιάζουν στην λεπτομέρεια και κάνουν τεράστια διαφορά στην όλη εμπειρία του θεατή. Όλα είναι απόλυτα προσεγμένα και δουλεμένα με αγάπη μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία, η ανάγκη μας για ανθρώπινη επαφή, η ανάγκη μας να ζήσουμε πραγματικά και όχι μόνο να υπάρχουμε, η ανάγκη μας να ζήσουμε στιγμές ευτυχισμένες, η ματαίωση, η ερωτική απογοήτευση και ο ασύλληπτος πόνος που φέρνει είναι δύσκολα θέματα για μία θεατρική παράσταση και όχι μόνο. Η πραγματικά πανέξυπνη σκηνοθεσία της παράστασης κατορθώνει να μιλήσει για αυτά τα θέματα με μία ελαφρότητα που δεν σε βαραίνει καθόλου αλλά ταυτόχρονα σε συγκινεί βαθιά, πολύ πιο βαθιά από όσο θα μπορούσε να συγκινήσει αν ξεκινούσε με το σκεπτικό πως πρόκειται για «βαριά θέματα». Ένας σπουδαίος συγγραφέας γνωρίζει πως όσο πιο βαρύ είναι το θέμα του, τόσο πιο απλή πρέπει να είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Και ένας σπουδαίος καλλιτέχνης γνωρίζει πως όσο πιο βαρύ είναι το θέμα του, τόσο πιο αέρινα μπορεί να το αποδώσει σκηνοθετικά για να μεταφέρει το μήνυμά του. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης σκηνοθετεί τις «Λευκές Νύχτες» και μας χαρίζει μια αριστουργηματική παράσταση, μια παράσταση – ποίημα.

Τα σκηνικά και τον σχεδιασμό φωτισμών αναλαμβάνει η Ζωή Μολυβδά – Φαμέλη και κάνει εξαιρετική δουλειά και στα δύο. Τα σκηνικά είναι μινιμαλιστικά, πλήρως λειτουργικά και ευφάνταστα. Δύο παγκάκια και λευκοί στύλοι στο βάθος της σκηνής που δημιουργούν μονοπάτια και δρόμους σαν σε λαβύρινθο, δημιουργώντας πανέμορφες εικόνες. Οι φωτισμοί είναι ένα ακόμα στοιχείο που χρησιμοποιείται με αριστοτεχνικό τρόπο. Η αλλαγή στην ένταση του φωτός αλλά και η αλλαγή στις αποχρώσεις των φωτισμών μας χωρίζουν νοηματικά τις σκηνές μεταξύ τους με πολύ όμορφο τρόπο, δημιουργούν μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στην παράσταση και μας μεταδίδουν διαφορετικά συναισθήματα. Εξαιρετικά καλή δουλειά.
Τα κοστούμια αναλαμβάνει η Ηλένια Δουλαδίρη και πρόκειται για υπέροχα προσεγμένη δουλειά. Μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρα της εποχής ενώ ταυτόχρονα παραμένουν απόλυτα μοντέρνα, μεταδίδοντάς μας την αίσθηση πως πρόκειται για μια ιστορία ταυτόχρονα παλιά αλλά και νέα, για μια ιστορία απόλυτα επίκαιρη. Τα κοστούμια μεταφέρουν απόλυτα την ουσία του κάθε ήρωα. Επίσης εξαιρετικά καλή δουλειά.
Η μουσική του Στάμου Σέμση δένει απόλυτα αρμονικά με την ατμόσφαιρα της παράστασης και προσφέρει πολλά στην όλη εμπειρία του θεατή, δημιουργώντας δραματικές σκηνές χωρίς να εκβιάζει, όμως, κανένα συναίσθημα.

Η παράσταση ευτυχεί μέσα από τις υποδειγματικές ερμηνείες των δύο ηθοποιών της, οι οποίοι είναι υπέροχοι και μεμονωμένα αλλά και ως ομάδα.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης είναι ο Ονειροπόλος, εκείνος που αφηγείται την ιστορία. Ο Ονειροπόλος ζει μέσα από την φαντασία του και δεν έχει επαφή με ανθρώπους μέχρι τη στιγμή που γνωρίζει την Νάστιενκα και όλα αλλάζουν. Ο Ονειροπόλος είναι ένας περίπλοκος χαρακτήρας γεμάτος όνειρα και ρομαντισμό αλλά και έλλειψη εμπειριών και έντονη συστολή και όρεξη για τη ζωή αλλά και φόβο για τη ζωή την πραγματική. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης μας χαρίζει με την ερμηνεία του έναν πολυδιάστατο Ονειροπόλο και πλήρως αληθινό. Χρησιμοποιώντας όλα του τα εκφραστικά μέσα και χωρίς να υποπέσει σε απολύτως κανένα υποκριτικό κλισέ μας χαρίζει μια ερμηνεία που συγκινεί βαθιά τον θεατή. Ερμηνεύει με τη φωνή του, με το σώμα του, με τα μάτια του. Ο θεατής μπορεί να ερμηνεύσει ακόμα και τις σιωπές του. Απόλυτα αληθινός σε μία πραγματικά καταπληκτική ερμηνεία.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη είναι η Νάστιενκα, μια νεαρή κοπέλα με πολλή όρεξη για ζωή που ζει εγκλωβισμένη σε μία κατάσταση που δεν της επιτρέπει να ζήσει όπως εκείνη επιθυμεί. Μια νεαρή κοπέλα που παλεύει για τα θέλω της, που τολμάει, που δεν συμβιβάζεται. Περιμένοντας τον έρωτά της να έρθει να τη συναντήσει, γνωρίζει τον Ονειροπόλο. Θα ανταλλάξουν εμπειρίες, όνειρα και θέλω, θα ανταλλάξουν λόγια, θα ανταλλάξουν ματιές και θα ζήσουν κάτι που θα τους καθορίσει και τους δύο. Μέσα από αυτή τη συνάντηση, η Νάστιενκα θα ενηλικιωθεί. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη μας χαρίζει μία καταπληκτική ερμηνεία και μας ταξιδεύει σε όλα τα στάδια αυτής της ενηλικίωσης αλλά και τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις με απόλυτη επιτυχία και ειλικρίνεια. Μας χαρίζει γέλιο και μας συγκινεί βαθιά. Χρησιμοποιεί περίτεχνα όλα τα εκφραστικά της μέσα και μέσα από τη φωνή της, το βλέμμα της, το σώμα της, τις διαφορετικές αποχρώσεις της φωνής της και την κίνησή της μας μεταφέρει συναισθήματα και μας έχει για συνοδοιπόρους σε αυτό το δύσκολο αλλά ταυτόχρονα πανέμορφο ταξίδι της ενηλικίωσης. Μία πραγματικά υπέροχη ερμηνεία.

Ένας άνθρωπος που δεν ζει στην πραγματική ζωή αλλά στη φαντασία του, ένας ονειροπόλος, ένας άνθρωπος που ερωτεύεται το ιδεατό στο μυαλό του, μέσω της ανθρώπινης επαφής και της εγγύτητας μεταμορφώνεται και ερωτεύεται έναν άνθρωπο συγκεκριμένο, έναν άνθρωπο στην πραγματική ζωή και τον αγαπάει με τρόπο ανιδιοτελή, με τρόπο που θέλει πάντα το καλό του άλλου, με τρόπο αληθινό και άνευ όρων και προϋποθέσεων. Θα επιστρέψει, άραγε, στην προηγούμενή του ζωή και θα είναι καθόλη του τη ζωή ο Ονειροπόλος ή αυτή η εμπειρία τον άλλαξε για πάντα; Από την φαντασία στην πραγματική ζωή και μετά ξανά από την αρχή ή όχι;

Ένα ερώτημα πλανάται στο μυαλό μας μέρες αφού έχουμε παρακολουθήσει την άρτια αυτή παράσταση:
«Και τι θα γίνει με τη ζωή που δεν τολμήσαμε να ζήσουμε ακόμα»;

«Μια ολόκληρη στιγμή απόλυτης ευτυχίας: είναι μήπως λίγο αυτό, έστω και για ολόκληρη τη ζωή ενός ανθρώπου;»
Γιατί αξίζει η ζωή; Για αυτή τη στιγμή απόλυτης ευτυχίας. Η παράσταση μας καλεί να απολαύσουμε αυτές τις μικρές στιγμές ευτυχίας που ζούμε στη ζωή μας και να συνειδητοποιήσουμε πως δεν είναι καθόλου δεδομένες και πως μπορούν να μας καθορίσουν, μπορούν να μας αλλάξουν βαθιά. Η παράσταση μας καλεί να αγκαλιάσουμε αυτές τις μικρές στιγμές ευτυχίας και να σταματήσουμε να περιμένουμε αυτή την μελλοντική ουτοπία της ευτυχίας που πάντα περιμένουμε να έρθει αγνοώντας τις στιγμές που περνάνε και τις χάνουμε μέσα από τα δάχτυλά μας. Μας καλεί επίσης να αναλογιστούμε: Ποια είναι η δική μας ολόκληρη στιγμή απόλυτης ευτυχίας; Πότε συνέβη; Την κουβαλάμε μέσα μας ακόμα; Αν την κουβαλάμε, είμαστε πολύ πλούσιοι. Γιατί μια ολόκληρη στιγμή απόλυτης ευτυχίας δεν είναι καθόλου λίγη. Είναι αρκετή για ολόκληρη της ζωή μας. Και ας νομίζουμε πάντα πως δεν είναι.
Η παράσταση «Λευκές Νύχτες» του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη δεν είναι απλώς μια παράσταση που δεν πρέπει να χάσετε. Είναι μια παράσταση – ποίημα. Είναι μια παράσταση μαγική. Από αυτές που βγαίνεις από το θέατρο και έχεις την ακατανίκητη αίσθηση πως έχεις παρακολουθήσει κάτι πολύ σημαντικό. Και έχεις απόλυτο δίκιο.

Ταυτότητα παράστασης:
«ΛΕΥΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ» του Φίοντορ Ντοστογιέφσκι
Θέατρο Άνεσις
Παίζουν: Αλεξάνδρα Αϊδίνη – Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Σκηνοθεσία – Απόδοση: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Μουσική: Στάμος Σέμσης
Σκηνικά – Σχεδιασμός φωτισμών: Ζωή Μολυβδά – Φαμέλη
Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη
Βοηθός Σκηνοθέτη: Νατάσα Πετροπούλου
Φωτογραφίες / Trailer – Art work: Χρήστος Συμεωνίδης