Στην παλιά εθνική του Γιώργου Χριστοδούλου
Γράφει η Λουκία Μητσάκου
Τι σημαίνει να έχει τελειώσει η ζωή σου ενώ είσαι ακόμα ζωντανός; Μπορεί ο χρόνος να επουλώσει τις πληγές, αν δεν ειπωθούν οι αλήθειες που κρύβουμε βαθιά μέσα μας; Τι απομένει από μια οικογένεια όταν όλοι της οι δεσμοί έχουν ποτιστεί με βία, σιωπή και ενοχή; Μπορεί το παρελθόν να σε στοιχειώσει και να καταστρέψει το παρόν σου; Είναι η ελευθερία πράγματι επιλογή ή μόνο ένα προνόμιο; Και πότε, τελικά, η ανάγκη για ελευθερία και λύτρωση γίνεται θανατηφόρα;
Αυτά και πολλά ακόμα ερωτήματα θέτει η συναρπαστική παράσταση «Στην παλιά εθνική» του Γιώργου Χριστοδούλου σε σκηνοθεσία του ίδιου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Εμπνευσμένη από το μονόπρακτο Ψυχοσάββατο του Γρηγορίου Ξενόπουλου, η παράσταση μετατρέπει μια παλιά αστική ηθογραφία σε έναν σύγχρονο κόσμο όπου η γυναικοκτονία, η ενδοοικογενειακή βία και η σιωπηλή ψυχολογική εξουθένωση δεν είναι πια η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.

Η ιστορία εκτυλίσσεται γύρω από τον Παύλο, έναν βίαιο και αλκοολικό άντρα, τη γυναίκα του Ελένη, που εγκλωβίζεται καθημερινά σε έναν κύκλο κακοποίησης, την μητέρα του Παύλου, διαλυμένη από την απώλεια της κόρης της και τον ανιψιό Άγγελο, που επιστρέφει ύστερα από πολλά χρόνια και φέρνει μαζί του τον παλιό του έρωτα για την Ελένη και μια φευγαλέα υπόσχεση διαφυγής. Ανάμεσά τους: ένα παρελθόν που δεν λέει να πεθάνει, ένοχα μυστικά, φαντάσματα και μια αλήθεια που περιμένει να ειπωθεί.
Στην εκδοχή του Γιώργου Χριστοδούλου, το Ψυχοσάββατο μεταμορφώνεται από ένα ψυχολογικό, σχεδόν εσωστρεφές ηθογράφημα εποχής σε μια σκοτεινή τραγωδία σύγχρονης έμφυλης βίας. Οι κεντρικές θεματικές του έργου ανασυντάσσονται γύρω από πολλά καίρια ερωτήματα όπως: Τι σημαίνει να επιβιώνεις σε ένα τοξικό οικογενειακό σύστημα; Πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η πατριαρχία και η συνενοχή; Και ποιο είναι το κόστος της σιωπής – τόσο για τους θύτες όσο και για τα θύματα;
Η κακοποίηση – σωματική, ψυχολογική, λεκτική – γίνεται εδώ το κυρίαρχο δραματουργικό στοιχείο.
Η Ελένη δεν είναι απλώς μια νέα γυναίκα εγκλωβισμένη σε έναν άτυχο γάμο. Γίνεται σύμβολο όλων των γυναικών που ζουν με τον φόβο και, κυρίως, με την αόρατη κανονικοποίηση της κακοποίησης. Δεν καταγγέλλει. Δεν φωνάζει. Επιβιώνει. Μέχρι το σημείο που δεν αντέχει άλλο και προβαίνει στην πιο ριζοσπαστική πράξη που υπάρχει: Αρχίζει να ελπίζει.
Η μητέρα του Παύλου, μια φιγούρα σχεδόν λυρική στον Ξενόπουλο, εδώ γίνεται ένας τραγικός καθρέφτης του ατόμου που αρνείται να δει την πραγματικότητα. Παγιδευμένη στο πένθος της, ζει σ’ έναν κόσμο παραισθήσεων. Κι όμως, μέσα από την παραμόρφωση του νου της, ξεγλιστρούν στιγμές αλήθειας πιο αγνές και φρικτές απ’ ό,τι θα μπορούσε να αντέξει η λογική.
Ο ανιψιός – φορέας μιας άλλης ζωής, πιο ελεύθερης, πιο «καθαρής» – δεν είναι πια το ηθικό δίλημμα που ήταν στο πρωτότυπο. Εδώ είναι το ερωτικό αντικείμενο, η ελπίδα διαφυγής αλλά και η τελική αυταπάτη. Γιατί σε έναν κόσμο σαν αυτόν που ζούμε σήμερα, ακόμα και η αγάπη δεν φτάνει πάντα για να σε σώσει.

Ο Χριστοδούλου κάνει μια συνειδητή επιλογή στη διασκευή του: Αποφασίζει να μην υπαινιχθεί αλλά να δείξει, να καταγγείλει, να καταστήσει τη βία απόλυτα εμφανή σε όλες της τις εκφάνσεις. Δεν θέλει να δώσει μια εξιλέωση και μια κάθαρση πλασματική και σχεδόν αφελή για την κοινωνία του σήμερα αλλά να βγάλει μια βίαιη κραυγή – κι αυτό ακριβώς είναι που καθιστά την παράσταση τόσο σημαντική και απαραίτητη.
Σε μια εποχή όπου η κακοποίηση, ειδικά στο πλαίσιο της οικογένειας, καλύπτεται ακόμη από πέπλα ντροπής, συνενοχής και θεσμικής σιωπής, η παράσταση «Στην παλιά εθνική» επιδιώκει να δείξει την αίσθηση του ψυχολογικού αδιεξόδου σε όλο του το μεγαλείο και με αυτόν τον τρόπο, να δώσει φωνή σε όσες γυναίκες τους την στέρησαν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο. Μας υπενθυμίζει πως όσοι δεν ακούστηκαν και όσα δεν ειπώθηκαν, θα συνεχίσουν να ζητούν δικαίωση.

Το κείμενο του Γιώργου Χριστοδούλου είναι μεστό, βαθιά ανθρώπινο και απογυμνωμένο από περιττά στολίδια. Ο λόγος του ρέει με φυσικότητα και ρυθμό ενώ κάθε φράση μοιάζει να κουβαλά ένα βάρος: είτε μιας αλήθειας που επιτέλους βρήκε το κουράγιο να ειπωθεί είτε ενός τραύματος που παραμένει ανοιχτό.
Με χαρακτηριστική ευφυΐα, ενσωματώνει στιγμές λεπτού χιούμορ που δεν αποδυναμώνουν την ένταση αλλά αναδεικνύουν τη φρίκη μέσα από την κανονικότητα, με τρόπο που σοκάρει ακόμη περισσότερο – γιατί φαντάζει ανατριχιαστικά γνώριμη. Δεν ωραιοποιεί τίποτα, δεν χαρίζεται σε κανέναν – και γι’ αυτό ο θεατής όχι μόνο συγκινείται αλλά συγκλονίζεται.
Ο Χριστοδούλου δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία. Αποκαλύπτει ένα έγκλημα και μαζί του την ενοχή όλων όσοι σιωπούν. Αν στον Συνεργό το βλέμμα του στρεφόταν προς την κοινωνία που παρατηρεί αμέτοχη τη βία, εδώ εστιάζει στην καρδιά της σιωπής: στην οικογένεια, στον φόβο, στον φαύλο κύκλο από όπου καμία γυναίκα δεν μπορεί να ξεφύγει μόνη της.
Η δραματουργία του είναι σφιχτή, οι εντάσεις μελετημένες, οι κορυφώσεις χτίζονται οργανικά. Δεν υπάρχει τίποτα τυχαίο – και κάθε γραμμή δείχνει πως ο συγγραφέας ξέρει τι θέλει να πει και γιατί το λέει τώρα.
Για ακόμη μία φορά, ο Γιώργος Χριστοδούλου παραδίδει ένα εξαίσιο δείγμα γραφής που συνδυάζει την οξύτητα με την τρυφερότητα, το κοινωνικό με το ποιητικό. Δεν επιβεβαιώνει απλώς το ταλέντο του και την μοναδική ματιά του στα πράγματα. Επιβεβαιώνει την επιτακτική ανάγκη για μια τέτοια νέα φωνή στη σύγχρονη ελληνική δραματουργία – μια φωνή ικανή να κοιτάζει κατάματα τη βία και να τη μετουσιώνει σε λόγο που μένει ανεξίτηλος στη μνήμη σου.

Ο Γιώργος Χριστοδούλου αναλαμβάνει και τη σκηνοθεσία και μας χαρίζει μια παράσταση ευαίσθητη και ανελέητη ταυτόχρονα, ρεαλιστική και ποιητική, ονειρική και εφιαλτική. Η σκηνοθετική του ματιά δεν επιδιώκει να σοκάρει, αλλά να αποκαλύψει – βήμα με το βήμα, σιωπή με τη σιωπή – την εσωτερική κατάρρευση των ηρώων του, μέχρι τη δραματική κορύφωση. Πρόκειται για μια παράσταση που καθηλώνει όχι με εντυπωσιασμούς αλλά με την αλήθεια της, με το βλέμμα της καρφωμένο στις συχνά αόρατες λεπτομέρειες της ανθρώπινης οδύνης.
Η σκηνοθεσία του εστιάζει στο αδιέξοδο, τη βία, τη σιωπή και τις ψυχικές διακυμάνσεις των ηρώων, ενώ καθοδηγεί τους ηθοποιούς με λεπτότητα και ακρίβεια. Σκηνοθετεί σώματα που κουβαλούν ιστορία, τραύμα και ανάγκη, σώματα που κινούνται, σωπαίνουν, εκρήγνυνται και λυγίζουν με τρόπο απολύτως ανθρώπινο. Ο ρυθμός της παράστασης είναι προσεκτικά μελετημένος. Η ένταση και η παύση εναλλάσσονται, ο λόγος δίνει χώρο στη σιωπή, η οποία γίνεται κι αυτή εργαλείο αφήγησης και το βλέμμα γίνεται εξίσου αποκαλυπτικό με τα λόγια. Η εναλλαγή συναισθηματικής κλιμάκωσης και παύσης κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση χωρίς να τον εξαντλεί.
Η αξιοποίηση του σκηνικού χώρου είναι ευφυής: το σπίτι μετατρέπεται σε έναν κλειστοφοβικό μικρόκοσμο, έναν εσωτερικό λαβύρινθο όπου κάθε γωνιά θυμίζει τραύμα, μνήμη ή απειλή, έναν λαβύρινθο από τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Ο ρεαλισμός της δράσης συνυπάρχει με σκηνικές μεταμορφώσεις και συμβολικά στοιχεία, δημιουργώντας μια θεατρική γλώσσα υβριδική, βαθιά εικαστική και συγκινητική.
Η ποιητικότητα κάποιων σκηνών – όπως το σχεδόν ονειρικά χορογραφημένο φιλί – λειτουργεί ως ανακουφιστική ανάσα μέσα στον εφιάλτη και ως φάρος ελπίδας. Αυτή η ισορροπία ανάμεσα στο βίαιο και το τρυφερό, στο σκληρό και το ανθρώπινο, είναι που κάνει τη σκηνοθεσία του Χριστοδούλου τόσο ξεχωριστή. Όλα είναι δουλεμένα με φροντίδα και ακρίβεια, τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Με ελάχιστα εξωτερικά μέσα αλλά απόλυτο εσωτερικό έλεγχο, ο Χριστοδούλου καταθέτει μια σκηνοθεσία που αποδεικνύει πως όταν το όραμα συναντά το βίωμα, τότε το θέατρο αποκτά τη δύναμη όχι απλώς να αφηγείται αλλά να μεταμορφώνει.

Η σκηνογραφία και τα κοστούμια της Ιωάννας Πλέσσα συνθέτουν έναν εσωτερικό κόσμο που βρίσκεται σε αποσύνθεση, έναν χώρο γνώριμο αλλά και σχεδόν απειλητικό, όπου κυριαρχεί το βάρος του παρελθόντος. Το σκηνικό μοιάζει με σπίτι που έχει ξεχαστεί στον χρόνο, ένα σπίτι-φυλακή, γεμάτο λεπτομέρειες φθοράς και εγκατάλειψης, που υπογραμμίζουν την ψυχική κόπωση των προσώπων. Σκηνικά λειτουργικά και απολύτως συμβολικά, όπου οι λεπτομέρειές τους σχεδόν προοικονομούν το τέλος της ιστορίας. Τα κοστούμια, αντίστοιχα, λειτουργούν σαν προεκτάσεις των χαρακτήρων: φθαρμένα, καθημερινά.
Η μουσική σύνθεση του Άγγελου Τριανταφύλλου λειτουργεί υπόγεια και συγκινητικά, συνοδεύοντας την πλοκή χωρίς να την επισκιάζει, διαπερνώντας την δράση σαν αόρατο ρεύμα.
Ο σχεδιασμός φωτισμών του Σάκη Μπιρμπίλη ενισχύει με ακρίβεια τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των ηρώων. Οι φωτισμοί δεν είναι απλώς λειτουργικοί: τονίζουν τη σιωπή, απομονώνουν τις εκρήξεις, δημιουργούν περιοχές σκοταδιού ή θολής μνήμης και υποστηρίζουν τη μετάβαση από το ρεαλιστικό στο ονειρικό με τρόπο σχεδόν κινηματογραφικό.
Όλοι οι συντελεστές μαζί συνθέτουν έναν αισθητικό κόσμο ενιαίο, βαθιά λειτουργικό και με υψηλή καλλιτεχνική πρόθεση. Μια σκηνική γλώσσα που υπηρετεί με συνέπεια το όραμα της παράστασης, κάνοντάς την να μένει χαραγμένη στη μνήμη του θεατή πολύ καιρό μετά.

Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος υποδύεται τον Παύλο με μια ερμηνεία που ανατριχιάζει. Μέσα από τη σωματικότητα, την ένταση αλλά και τα βλέμματα που αποκαλύπτουν βαθύτερους πατριαρχικούς μηχανισμούς καταπίεσης, δίνει σάρκα και οστά σε μια φιγούρα κακοποιητική αλλά όχι μονοδιάστατη. Δεν παίζει απλώς έναν «κακό» αλλά έναν άνθρωπο διαλυμένο, ματαιωμένο, νικημένο που καταφεύγει στη βία γιατί δεν ξέρει άλλο τρόπο να υπάρξει και γιατί η κοινωνία του το επιτρέπει – ίσως και τον επιβραβεύει γι’ αυτό. Η παρουσία του στη σκηνή είναι ηλεκτρισμένη – ένα κράμα απειλής, ματαιότητας και βίας. Μια ερμηνεία επιβλητική και τρομακτικά αληθινή.
Ο Βασίλης Μηλιώνης αποτυπώνει τον Άγγελο με σπάνια σκηνική ειλικρίνεια και τρυφερότητα. Η ερμηνεία του ισορροπεί ανάμεσα στην επιθυμία και την απογοήτευση. Είναι ο ξένος που επιστρέφει σε ένα τοπίο τραυματισμένο, χωρίς να μπορεί να το σώσει – και το γνωρίζει. Ο Βασίλης Μηλιώνης καταφέρνει να δείξει, χωρίς περιττές εξάρσεις αλλά με αμεσότητα και ειλικρίνεια, το βάθος ενός ανθρώπου που αγαπά αλλά δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο γύρω του. Μια μαγνητική ερμηνεία γεμάτη αλήθεια και βάθος.
Η Μαρία Προϊστάκη υποδύεται την Ελένη με σπάνια εσωτερικότητα και αφοπλιστική αμεσότητα. Κάθε της βλέμμα κουβαλά έναν ολόκληρο κόσμο: φόβο, ντροπή, θυμό, επιθυμία, σιωπηλό αίτημα για σωτηρία. Ο λόγος της δεν είναι θεατρικός – είναι βίωμα. Η Μαρία Προϊστάκη με την ερμηνεία της γίνεται το πρόσωπο της καταπίεσης κάθε γυναίκας που εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο κακοποίησης, ενοχής και σιωπής. Χωρίς κραυγές, χωρίς υπερβολές, καταφέρνει να συντρίψει τον θεατή με μια ερμηνεία βαθιά ανθρώπινη και συγκινητική, γεμάτη λεπτές αποχρώσεις, ρωγμές και αλήθεια. Μια ανατριχιαστικά όμορφη ερμηνεία που συναρπάζει.
Η Φανή Παναγιωτίδου ενσαρκώνει τη μητέρα με τεχνική αρτιότητα και συγκλονιστική ψυχική ένταση. Σκληρή, άδικη, ακόμη και βίαιη απέναντι στην Ελένη, δεν παύει στιγμή να παραμένει βαθιά συγκινητική. Κάτω από τον αυταρχισμό της, η Παναγιωτίδου αποκαλύπτει σταδιακά μια φιγούρα διαλυμένη από την απώλεια, τον εγκλωβισμό, την αδυναμία να παραδεχτεί την αλήθεια. Η ερμηνεία της είναι πολυεπίπεδη και απόλυτα ανθρώπινη. Η Παναγιωτίδου μαγεύει με την ποιότητα της σκηνικής της παρουσίας. Μια καθηλωτική ερμηνεία.
Η Αιλιάνα Μαρκάκη, παρότι εμφανίζεται μονάχα στο τέλος της παράστασης, αφήνει έντονο συναισθηματικό αποτύπωμα. Η ερμηνεία της, λιτή αλλά συγκινητική, φέρει όλο το βάρος της σιωπηλής τραγωδίας του έργου.

Μπορεί ο άνθρωπος να απελευθερωθεί πραγματικά από τα τραύματα του παρελθόντος ή είναι καταδικασμένος να τα κουβαλά ως φαντάσματα που τον στοιχειώνουν σε όλη του τη ζωή; Ποιο είναι το κόστος της σιωπής και πώς μπορεί αυτή η σιωπή να μετατραπεί σε ένα από τα μεγαλύτερα όπλα βίας, που παραμένει αόρατο και αθόρυβο αλλά πάντα παρόν; Πώς μπορεί μια γυναίκα να επαναστατήσει ενάντια στον ίδιο της τον κοινωνικό ρόλο, όταν η ίδια η κοινωνία, οι οικογενειακοί δεσμοί και οι προσωπικές της πληγές την έχουν εγκλωβίσει σε έναν φαύλο κύκλο αδιεξόδου;
Η παράσταση «Στην παλιά εθνική» του Γιώργου Χριστοδούλου δεν περιορίζεται απλώς στο να αναπαραστήσει την τραγωδία των ηρώων της αλλά μας προκαλεί να αναλογιστούμε τις δικές μας κοινωνικές ευθύνες και τις άγραφες συμβάσεις που επιτρέπουν την αναπαραγωγή της βίας και της καταπίεσης. Το έργο αναδεικνύει τον φαύλο κύκλο του παρελθόντος που στοιχειώνει το παρόν, της σιωπής που θρέφει τη βία και των κοινωνικών ρόλων που εγκλωβίζουν το άτομο.
Ο Νίτσε έλεγε πως «Όταν κοιτάς συνέχεια την άβυσσο, κάποια στιγμή η άβυσσος θα κοιτάξει και εσένα» και στο έργο του Χριστοδούλου οι ήρωες μοιάζουν να κοιτούν διαρκώς αυτή την άβυσσο – δηλαδή τη βία, τα τραύματα και τις καταστροφικές τους εμπειρίες. Θα μπορέσουν να γλιτώσουν από αυτό το σκοτάδι πριν η άβυσσος καταφέρει να τους ρουφήξει και να τους μεταμορφώσει; Εμείς θα μπορέσουμε, άραγε;

Πώς πρέπει να αλλάξουμε ως άνθρωποι και ως κοινωνία, ώστε να μπορέσουμε να βγούμε από αυτό το σκοτάδι που τόσο εύκολα μας παρασέρνει; Η απάντηση, ίσως, να βρίσκεται στην ικανότητά μας να κοιτάξουμε κατάματα την αλήθεια, να μιλήσουμε για τα αόρατα τραύματα και να σταθούμε ενάντια στις κοινωνικές και οικογενειακές δομές που συντηρούν τη σιωπή και τη βία. Μόνο τότε, ίσως, μπορέσουμε να σπάσουμε τη δύναμη αυτής της αβύσσου και να βρούμε μια φωτεινή διέξοδο. Μόνο τότε, ίσως, θα σταματήσει η κανονικοποίηση της ιδέας πως η γυναίκα «ανήκει» σε κάποιον άντρα.
Η παράσταση «Στην παλιά εθνική» του Γιώργου Χριστοδούλου είναι μια συναρπαστική παράσταση που σε καθηλώνει και σε προβληματίζει και ευτυχεί μέσα από την ευφυή σκηνοθετική ματιά και τις υπέροχες ερμηνείες των ηθοποιών της.

Ταυτότητα παράστασης:
Στην παλιά εθνική
Θέατρο του Νέου Κόσμου – Κεντρική Σκηνή
Κείμενο Γιώργος Χριστοδούλου
Σκηνοθεσία Γιώργος Χριστοδούλου
Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος Ιωάννα Πλέσσα
Μουσική σύνθεση Άγγελος Τριανταφύλλου
Σχεδιασμός φωτισμών Σάκης Μπιρμπίλης
Φωτογραφίες Πάτροκλος Σκαφίδας
Βοηθός σκηνοθέτη Αθηνά Σακαλή
Βοηθοί σκηνογράφου – ενδυματολόγου Ιώ Στιούρη, Δανάη Τζεννέτογλου
Παίζουν Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, Βασίλης Μηλιώνης, Μαρία Προϊστάκη, Φανή Παναγιωτίδου, Αιλιάνα Μαρκάκη