Οι νεκρές ψυχές του Νικολάι Γκόγκολ
Γράφει η Λουκία Μητσάκου
Μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος όταν η φιλοδοξία του είναι ισχυρότερη από την ηθική του συνείδηση; Τι μπορεί να συμβεί όταν ο άνθρωπος γίνεται μέσο και όχι σκοπός; Τι σημαίνει να είσαι «ζωντανός» μέσα σε μια κοινωνία που νοσεί ηθικά και πνευματικά; Τι σημαίνει τελικά «ψυχή» σε μια εποχή που όλα έχουν μετατραπεί σε εμπόρευμα;
Αυτά και πολλά ακόμα ενδιαφέροντα ερωτήματα θέτει η συναρπαστική και απόλυτα ζωντανή παράσταση «Οι νεκρές ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη στο Θέατρο Θησείον.
Ο Νικολάι Γκόγκολ έγραψε το έργο αυτό το 1842 και, όμως, παραμένει ακόμα και σήμερα ανατριχιαστικά επίκαιρο.
Ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικωφ, ένας φιλόδοξος και αδίστακτος τυχοδιώκτης, ένας απατεώνας με άψογους τρόπους, ταξιδεύει σε διάφορες πόλεις της Ρωσίας με σκοπό να εξαγοράσει τις «νεκρές ψυχές», δηλαδή τους πεθαμένους δουλοπάροικους που εξακολουθούν να καταγράφονται στις απογραφές και φορολογούνται, για να πλουτίσει και να αναρριχηθεί κοινωνικά μέσω αυτής της γραφειοκρατικής παραδοξότητας. Οι γαιοκτήμονες συμμετέχουν πρόθυμα στο σχέδιό του, που είναι τόσο παράλογο όσο και απολύτως συμβατό με την εποχή του και με μια κοινωνία που πιστεύει περισσότερο σε αριθμούς παρά σε ανθρώπινες ζωές.
Γράφοντας τις Νεκρές Ψυχές, ο Νικολάι Γκόγκολ παρουσίασε έναν σκοτεινό, σχεδόν μεταφυσικό χάρτη της ανθρώπινης κατάστασης. Μέσα από την πορεία ενός άνδρα που εμπορεύεται «ψυχές» για να αποκτήσει κοινωνικό κύρος, ο Γκόγκολ στήνει ένα απόλυτα επίκαιρο ερώτημα: Πόσο αξίζει η ανθρώπινη ζωή σε μια κοινωνία που έχει χάσει το μέτρο και την ηθική; Σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά, το έργο δεν διαβάζεται απλώς ως σάτιρα της τσαρικής Ρωσίας αλλά ως βαθιά τομή στον ανθρώπινο ψυχισμό, στη διαφθορά της εξουσίας και στο κενό που γεννά η ματαιοδοξία. Δημιουργεί έναν καθρέφτη, παραμορφωτικό και ταυτόχρονα αποκαλυπτικό, στον οποίο αντανακλάται όχι μόνο η κοινωνία αλλά και η ανθρώπινη ψυχή.
Το έργο αλλά και η θεατρική παράσταση στο Θέατρο Θησείον κινούνται με δραματουργική λεπτότητα ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό. Προκαλούν στο θεατή άφθονο γέλιο και ταυτόχρονα μια βαθιά θλίψη, καθώς πίσω από το γέλιο αυτό διακρίνεται η διαφθορά και η σήψη μιας κοινωνίας που έχει χάσει την ψυχή της.

Οι «νεκρές ψυχές» δεν είναι μόνο οι καταγεγραμμένοι νεκροί αλλά και οι ζωντανοί που έχουν χάσει την πραγματική τους ύπαρξη και στέκουν εγκλωβισμένοι μέσα σε ένα άκαμπτο και αποξενωτικό κοινωνικό σύστημα, που δεν δίνει χώρο στην ελευθερία ή την αλήθεια. Είναι οι άνθρωποι που, παρά τις προσπάθειές τους, απέτυχαν να βρουν το νόημα της ζωής τους μέσα σε ένα σύστημα που τους μετατρέπει σε αριθμούς και αντικείμενα συναλλαγής. Οι «νεκρές ψυχές» συμβολίζουν την ηθική σήψη της κοινωνίας, την αποξένωση του ατόμου και τη διαφθορά του γραφειοκρατικού μηχανισμού που υποτάσσει την ανθρώπινη αξία στο συμφέρον. Είναι οι φωνές που δεν κατάφεραν να ακουστούν, είναι οι εκ καταβολής κόσμου αδικημένοι, είναι αυτοί που δεν τους επιτράπηκε να ζήσουν όπως τους άξιζε, είναι όσοι πάλεψαν με τη διαφθορά και την ηθική σήψη και βγήκαν χαμένοι.
«Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να έχεις ψυχή και να μην ξέρεις τι να την κάνεις» μας λέει ο Γκόγκολ και με αυτό τον τρόπο τοποθετεί μπροστά μας να έναν καθρέφτη και μας κάνει να αναρωτηθούμε: Εμείς ξέρουμε τι να την κάνουμε;
Από πολιτική σκοπιά, το έργο ξεσκεπάζει τη διαφθορά ενός κρατικού μηχανισμού, όπου η γραφειοκρατία μετατρέπεται σε μία σχεδόν υπερφυσική δύναμη, σε μία μαύρη τρύπα που ρουφάει κάθε ανθρώπινη αξία.
Και όμως, πίσω από αυτή την καυστική σάτιρα, υπάρχει μια ευαίσθητη ματιά: Ο Γκόγκολ δεν χλευάζει απλώς όσα βλέπει αλλά πονάει στην θέασή τους. Δεν κρίνει τους ήρωές του ως αυστηρός κριτής. Τους παρατηρεί με συμπόνια και ενσυναίσθηση και ίσως με μια βαθιά μελαγχολία, αναγνωρίζοντας πως η σήψη δεν είναι μόνο κοινωνική αλλά και υπαρξιακή.
Οι Νεκρές Ψυχές δεν στέκονται μόνες τους στο σύμπαν του Γκόγκολ αλλά συνομιλούν με άλλα του έργα, όπως «Το Παλτό», «Η Μύτη» και «Το Ημερολόγιο ενός Τρελού», όπου η ανθρώπινη ύπαρξη προσεγγίζεται μέσα από το πρίσμα του αλλόκοτου, του κωμικοτραγικού και του υπαρξιακά γυμνού.
Ο Γκόγκολ είχε δηλώσει πως δεν έγραφε για να διασκεδάσει αλλά για να αφυπνίσει τον αναγνώστη από την πνευματική του νάρκη. Δεν ήθελε να σατιρίσει μονάχα τις παθογένειες της ρωσικής κοινωνίας ως παρατηρητής. Ήθελε να οδηγήσει σε μια κάθαρση, να αποκαλύψει την ασχήμια για να γεννήσει την ανάγκη για μεταμόρφωση. Έγραφε, όπως έλεγε, «με πόνο και δάκρυα, όχι με ειρωνεία». Και ακριβώς εκεί έγκειται και η διαχρονικότητα του έργου του που ακόμα και σήμερα φαντάζει τρομακτικά επίκαιρη: Στο γεγονός ότι ο Γκόγκολ δεν έκανε μια κυνική σάτιρα αλλά μια βαθιά ανθρώπινη παρατήρηση γεμάτη αγάπη και θλίψη χωρίς να γίνεται ποτέ διδακτικός.
Ο Γκόγκολ είχε σκοπό οι Νεκρές Ψυχές να είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας αλλά τελικά έκαψε το δεύτερο μέρος πριν τον θάνατό του. Και αυτό από μόνο του, ίσως συνιστά έναν τέλειο συμβολισμό για την ίδια την ανθρώπινη ψυχή που χάνεται μέσα στην ίδια της την αναζήτηση, που δεν μπορεί ποτέ να κατανοηθεί πλήρως, που η αναζήτηση για νόημα πολλές φορές μένει ανολοκλήρωτη. Η ανθρώπινη ψυχή – όπως και η εν λόγω αφήγηση- παραμένει αναπόφευκτα ατελής.

Η Σοφία Καραγιάννη αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης (αλλά και την μετάφραση και διασκευή του έργου, με ένα κείμενο φρέσκο και ζωντανό). Η σκηνοθεσία της Σοφίας Καραγιάννη είναι αριστοτεχνική, ευφάνταστη και απόλυτα εύστοχη και είναι σαφές πως πρόκειται για μία ερμηνευτική ματιά με βάθος και σεβασμό στα βαθύτερα νοήματα του έργου. Η σκηνοθεσία παραδίδει μια παράσταση απόλυτα ζωντανή που πάλλεται μπροστά σου και μαζί της πάλλεσαι κι εσύ με έναν ρυθμό αξιέπαινο που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Η Σοφία Καραγιάννη αξιοποιεί εξαιρετικά τον σκηνικό χώρο του Θεάτρου Θησείον, όπου η δράση συμβαίνει παντού και ο θεατής βρίσκεται περικυκλωμένος από μία ατμόσφαιρα μοναδικής αισθητικής ποιότητας, στην οποία κυριαρχεί η έντονη σωματικότητα των ηθοποιών. Ο ίδιος ο Γκόγκολ χαρακτήρισε το έργο «Οι Νεκρές Ψυχές» ως «ποίημα σε πρόζα» και η Σοφία Καραγιάννη με την πάντα εξαιρετική σκηνοθετική ματιά της δημιούργησε ένα σύμπαν που μοιάζει με σκοτεινό παραμύθι. Στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον ζήσαμε μια ατμόσφαιρα σκοτεινού παραμυθιού που μας μετέφερε στον σύμπαν των παραμυθιών των αδερφών Γκριμ στην αυθεντική μορφή τους (και όχι την εξωραϊσμένη για παιδιά) όπου το παραμυθένιο δεν είναι απαραίτητα αισιόδοξο και ελπιδοφόρο, μας ταξίδεψε στο υπαρξιακό σκοτάδι που γνωρίζουμε από το Κοράκι του Έντγκαρ Άλαν Πόε με την σταδιακά αυξανόμενη ψυχολογική ένταση, στα ονειρικά τοπία της εφιαλτικής πραγματικότητας που μας δίνει το Coraline του Neil Gaiman και η ταινία του Henry Selick αλλά και στην αίσθηση που αφήνουν οι ταινίες του Τιμ Μπάρτον όπως το “The Corpse Bride” που κυριαρχούν ο κόσμος των νεκρών και η ψευδαίσθηση ζωής. Η Σοφία Καραγιάννη έφτιαξε μια αριστοτεχνικής ποιότητας ατμόσφαιρα που βυθίζει τον θεατή σε ένα σκοτεινό, συμβολικό σύμπαν, όπου το γέλιο και η βαθιά θλίψη εναλλάσσονται με υποδειγματικό ρυθμό. Η σκηνοθετική ματιά της Σοφίας Καραγιάννη δεν μας παραδίδει, όμως, μια ατμόσφαιρα που λειτουργεί απλώς ως αισθητική φόρμα ή τεχνικό εύρημα. Αντίθετα, καταφέρνει να αποκαλύψει σε βάθος την εφιαλτική πραγματικότητα που περιγράφει ο Γκόγκολ και το κάνει με έντονη πολιτική και κοινωνική στόχευση. Με αυτό τον τρόπο, μας χαρίζει μια παράσταση που συγκινεί και προβληματίζει βαθιά και καταφέρνει να μετακινήσει με έναν τρόπο τον θεατή. Οι Νεκρές Ψυχές ως σκοτεινό παραμύθι όπως τις παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Θησείον δεν λειτουργούν ως απόδραση από την πραγματικότητα αλλά ως βαθιά κατάδυση στην πραγματικότητα και ως μεγεθυντικός φακός της. Η Σοφία Καραγιάννη έχει στην προσέγγισή της έναν σπουδαίο συνδυασμό βαθιάς γνώσης, ευαισθησίας, φιλοσοφικού στοχασμού και αιχμηρής κοινωνικοπολιτικής ματιάς που προσδίδει στις παραστάσεις της μια μοναδική ταυτότητα. Πρωτότυπες και φρέσκιες ιδέες και μία εν γένει αξιέπαινη σκηνοθεσία από την Σοφία Καραγιάννη σε μια παράσταση, αναμφισβήτητα, γεμάτη ψυχή.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια αναλαμβάνει η Γεωργία Μπούρδα. Όσον αφορά στα σκηνικά, πρόκειται για μία εξαιρετική ιδέα και υλοποίηση. Ευφάνταστα και πλήρως λειτουργικά κυκλικά σκηνικά που μετακινούνται από τους πρωταγωνιστές και αλλάζουν μορφή προσθέτοντας μια ροή δράσης αλλά και συναισθήματος αξιοσημείωτη. Τα κοστούμια είναι λειτουργικά και ταυτόχρονα εντυπωσιακά με προσοχή στην κάθε μικρή λεπτομέρεια και βοηθούν στην δημιουργία αυτής της μοναδικής ταυτότητας της παράστασης μαζί με τη σκηνοθεσία και τα σκηνικά αλλά και την εξαιρετική μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη και τους λειτουργικούς και επιβλητικούς φωτισμούς της Βασιλικής Γώγου. Εξαιρετική και απόλυτα στοχευμένη η επιμέλεια της κίνησης από την Μαργαρίτα Τρίκκα που αποκτά κυρίαρχο ρόλο στην παράσταση.

Οι πρωταγωνιστές της παράστασης (Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς) είναι ένα από τα στοιχεία που οδηγούν την μεγάλη της επιτυχία. Εξαιρετικές ερμηνείες, δύσκολα στοιχήματα που κερδίζονται με επιτυχία και πρωτοφανής αμεσότητα από όλους ανεξαιρέτως τους ηθοποιούς. Η ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στους αρτιότατους ηθοποιούς και τους θεατές στην σκηνή του Θεάτρου Θησείον χαρίζει μια εμπειρία μοναδική.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ο κεντρικός ήρωας του έργου, ο Πάβελ Ιβάνοβιτς Τσίτσικωφ, και είναι απόλυτα μαγνητικός και καθηλωτικός επί σκηνής. Κάνει τον θεατή να κρέμεται από τα λόγια του και να αγωνιά για την εξέλιξη της ιστορίας. Με μια σπάνια σκηνική ειλικρίνεια, μας παραδίδει μια γκροτέσκα αποτύπωση του ήρωά του που ταιριάζει απόλυτα με το όλον της παράστασης και συγκινεί βαθιά.
Οι υπόλοιποι τέσσερις ηθοποιοί (Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς) εναλλάσσουν ρόλους και μεταμορφώνονται ακόμα και σε ζώα με απόλυτη φυσικότητα και υποκριτική ευκρίνεια.
Ο Διονύσης Λάνης αποπνέει φυσικότητα και θεατρική ευφυΐα, καταφέρνοντας να ισορροπεί ανάμεσα στο χιούμορ και το βάθος του έργου.
Ο Γιάννης Μάνθος καταθέτει μια σπάνια ενέργεια στη σκηνή, μεταφέροντας κάθε λέξη και κίνηση με εκφραστικότητα και ακρίβεια, ξεδιπλώνοντας στη σκηνή μια εντυπωσιακή γκάμα εκφραστικών μέσων.
Ο Χρήστος Παπαδόπουλος μαγεύει με την ερμηνεία του και την ποιότητα της σκηνικής του παρουσίας και μετατρέπει κάθε σκηνή σε ζωντανό σχόλιο, με λεπτές δόσεις ειρωνείας και ακριβή ρυθμό.
Ο Κωνσταντίνος Πασσάς συναρπάζει και είναι αφοπλιστικά άμεσος και με σπουδαία κωμικά αντανακλαστικά, συνδυάζοντας ένστικτο και τεχνική σε μια παρουσία που δεν μπορείς να αγνοήσεις.

Τι νόημα μπορεί να έχει η «ψυχή» μέσα σε έναν κόσμο που την έχει προ πολλού απαρνηθεί;
Ίσως κανένα – ή ίσως, ακριβώς γι’ αυτό, κάθε νόημα. Οι «Νεκρές Ψυχές» του Γκόγκολ δεν είναι απλώς ένας τίτλος αλλά μια κραυγή, μια υπενθύμιση πως όταν η κοινωνία σβήνει την ψυχή από το λεξιλόγιό της, οι λέξεις παύουν να έχουν βάρος και οι άνθρωποι παύουν να είναι πρόσωπα. Κι όμως, ακόμη και στο απόλυτο σκοτάδι, ο Γκόγκολ μας θυμίζει πως η αναζήτηση της ψυχής είναι ίσως η πιο ριζοσπαστική πράξη.
Η παράσταση «Οι νεκρές ψυχές» του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη στο Θέατρο Θησείον είναι μιας σπάνιας ποιότητας παράσταση που ευτυχεί μέσα από την οξυδερκή και ευφάνταστη σκηνοθετική ματιά της, τις αξιομνημόνευτες ερμηνείες των ηθοποιών και τη μοναδική της ατμόσφαιρα. Με τη φαντασία ενός σκοτεινού παραμυθιού και την ποιητικότητα της θεατρικής μεταμόρφωσης, η παράσταση «Οι νεκρές ψυχές» έρχεται για να φωτίσει τις ρωγμές και να μας κάνει να θελήσουμε να μεταμορφωθούμε ως άτομα και ως κοινωνία και να μην επιτρέψουμε ποτέ να χάσουμε την ψυχή μας – και αυτό από μόνο του είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό.

Ταυτότητα παράστασης:
Οι νεκρές ψυχές του Νικολάι Γκόγκολ
Θέατρο Θησείον, Ένα Θέατρο Για Τις Τέχνες
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Ελεύθερη απόδοση-Διασκευή:
Σοφία Καραγιάννη
Σύμβουλος Δραματουργίας:
Σβετλάνα Μαμαλούι
Σκηνικά-Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Πρωτότυπη μουσική: Γιώργος Χριστιανάκης
Επιμέλεια κίνησης: Μαργαρίτα Τρίκκα
Σχεδιασμός φωτισμών: Βασιλική Γώγου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Χαριτοπούλου
Μακιγιάζ: Στέλλα Χατζοπούλου
Φωτογραφίες: Χριστίνα Φυλακτοπούλου
Trailer: Στέφανος Κοσμίδης
Επικοινωνία: Χρύσα Ματσαγκάνη
Παραγωγή: GAFF
Ερμηνεία (αλφαβητικά): Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Διονύσης Λάνης, Γιάννης Μάνθος, Χρήστος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Πασσάς