Βρικόλακες του Χένρικ Ίψεν
Γράφει η Βίβιαν Μητσάκου
Ο Ίψεν έγραψε τους Βρικόλακες το 1881. Με το έργο του αυτό άνοιξε το δρόμο για ένα θέατρο που δεν φοβόταν να κοιτάξει κατάματα τις πιο δυσάρεστες αλήθειες της κοινωνίας. Ένα έργο -κραυγή ενάντια στην αστική υποκρισία, των καταπιεστικών κοινωνικών θεσμών, της ψεύτικης ηθικής, των προβλημάτων της κληρονομικότητας στις επόμενες γενιές, στον συντηρητισμό της εκκλησίας. Στο πρώτο του ανέβασμα προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις στην συντηρητική κοινωνία της εποχής. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας δραματουργίας.
Ο τίτλος του έργου δεν αναφέρεται σε υπερφυσικά όντα. Είναι το σύμβολο των «νεκρών ιδεών» που συνεχίζουν να στοιχειώνουν τους ζωντανούς. Είναι οι κανόνες, οι προκαταλήψεις και τα ψέματα που κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά, καταδικάζοντας τους ανθρώπους να ζουν φυλακισμένοι σε ρόλους που δεν επέλεξαν. Είναι τα φαντάσματα του παρελθόντος που προσπαθήσαμε ή να ξεχάσουμε ή να κρύψουμε πολύ καλά από την αδυσώπητη κοινωνία. Η Κα Άλβιγκ, η τραγική μητέρα του έργου, το διατυπώνει ξεκάθαρα: «Κουβαλάμε μέσα μας φαντάσματα, κληρονομημένες ενοχές και αρρώστιες, ψυχικές και σωματικές».
Στο έργο αυτό ο Ίψεν καυτηριάζει την υποκρισία των ανθρώπων στο οικογενειακό και στο κοινωνικό περιβάλλον. Ένα έργο για την ισότητα των φύλων και την ελεύθερη αυτοδιάθεση. Μία κραυγή ενάντια στην υποκρισία και την διαφθορά. Οι Βρικόλακες είναι ένα από εκείνα τα έργα που δεν διστάζουν να ανοίξουν πληγές. Ο Ίψεν έγραψε ένα έργο που και σήμερα φαντάζει επίκαιρο. Η κοινωνική υποκρισία, η αρρώστια – όχι μόνο του σώματος αλλά και της συνείδησης. Το έργο θίγει το βάρος της κληρονομικότητας: όχι μόνο βιολογικά, αλλά κυρίως ηθικά και ψυχολογικά. Πόσα πράγματα κουβαλάμε από προηγούμενες γενιές, και πόσα απ’ αυτά μάς ορίζουν χωρίς να το καταλαβαίνουμε;

Η Κα Άλβινγκ, κεντρική ηρωίδα του έργου, χήρα του λοχαγού Άλβινγκ ετοιμάζεται την επόμενη μέρα να τιμήσει τον αποθανόντα σύζυγό της. Έναν άνδρα που η τοπική κοινωνία εκτιμούσε σαν τίμιο και έντιμο. Σαν υπόδειγμα οικογενειάρχη. Η Κα Άλβινγκ, όμως, στην συζυγική της ζωή υπέμενε σιωπηλά την διπλή ζωή του άνδρα της.
Η Κα Άλβινγκ είναι ένας από τους πιο τραγικούς γυναικείους ρόλους του Ίψεν. Ζούσε μια συζυγική ζωή που δεν της ταίριαζε αποκρύπτωντας από την κοινωνία και τον μικρό της γιο, τον Όσβαλντ, την δεινή πραγματικότητα που βίωνε. Για τον προστατέψει τον μοναχογιό της Όσβαλντ και να μην μάθει ποτέ την αλήθεια για την πραγματική ζωή του πατέρα του τον στέλνει στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική. Σήμερα όμως ο νεαρός Όσβαλντ επέστρεψε στο πατρικό του γεμίζοντας χαρά την μητέρα του.
Η παρουσία του Πάστορα Μάντερς στο σπίτι της Κας Άλβινγκ για να τακτοποιήσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες για τα εγκαίνεια του ορφανοτροφείου φέρνει συνεχείς ανατροπές στις ζωές των ηρώων μας και τρομακτικές αποκαλύψεις που σοκάρουν.
Ποια είναι στην πραγματικότητα η νεαρή Ρεγγίνα που έχει υπό την προστασία της η κα Άλβινγκ; Τα αισθήματα της για τον νεαρό Όσβαλντ είναι αληθινά ή τον χρησιμοποεί για να εξασφαλίσει μια πλούσια ζωή; Και ποιος είναι ο ρόλος του ανθρώπου που την μεγάλωσε, θεωρεί πατέρα της και συγχρόνως τον μισεί αφάνταστα; Μέχρι ποιο σημείο μπορούν να φθάσουν οι άνθρωποι για τα χρήματα;

Η Αναστασία Παπαστάθη σκηνοθετεί το έργο στο Θέατρο Radar ακολουθώντας το κλασικό κείμενο και κινείται στη γραμμή μιας κλασικής σκηνοθετικής ανάγνωσης, τιμώντας τη δραματουργική βαρύτητα του έργου χωρίς να επιχειρήσει ριζικές παρεμβάσεις ή αποδομητικές προσεγγίσεις. Ο ρυθμός της παράστασης είναι σταθερός, με έμφαση στις παύσεις, στα βλέμματα και στις κινήσεις που προδίδουν την ψυχική ένταση των προσώπων.
Η ιστορία εξελίσσεται σε μία ημέρα σε ένα μουντό σαλόνι με αμυδρό φως και κλασικά έπιπλα στο αρχοντικό της οικογένειας Άλβινγκ. Το σκηνικό της Κυριακής Πανούτσου πιστό στην εποχή του Ίψεν, αποδίδει με ακρίβεια τον ασφυκτικό μικρόκοσμο της οικογένειας. Πριν αρχίσει η παράσταση εισερχόμαστε σε έναν περιβάλλον κλειστό στο οποίο τα φαντάσματα του παρελθόντος δεν χρειάζονταν δραματουργικά ευρήματα για να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Τα κοστούμια της Κυριακής Πανούτσου, επίσης, κλασικά μάς μεταφέρουν στην εποχή που διαδραματίζεται η ιστορία μας.
Εξαιρετική η μουσική επιμέλεια του Πάνου Φορτούνα, εντείνει την αγωνία μας για την έκβαση της ιστορίας.
Οι φωτισμοί της Αναστασίας Παπαστάθη εντείνουν την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και για μια στιγμή ένα λαμπερό φως φωτίζει το σαλόνι όταν ο Όσβαλντ δεν μπορεί πια να το δει.

Η Αναστασία Παπαστάθη ενσαρκώνει την Κα Άλβινγκ. Στάθηκε επάξια στο ύψος των υψηλών απαιτήσεων του ρόλου. Μια τραγική μάνα που βιώνει τον πόνο της αρρώστιας του μοναχογιού της με μία ερμηνεία συγκλονιστική. Μια γυναίκα κατακερματισμένη από τις ενοχές και την αδυναμία να φανερώσει την αλήθεια όταν έπρεπε, αλλά σταδιακά μεταμορφώνεται σε μια τραγική φιγούρα που διεκδικεί, έστω και αργά, τη λύτρωση μέσω της αλήθειας. Η Αναστασία Παπαστάθη με την στόφα μεγάλης ηθοποιού μας χαρίζει μια ερμηνεία που θα την θυμόμαστε για πάντα. Η Ελένα Άλβινγκ προσπαθεί να ξεφύγει από την καταπίεση ενός κοινωνικού συστήματος που επιβάλλει τη θέση της γυναίκας να είναι υποτακτική και εξαρτημένη από τον άντρα της. Σε ένα σημείο του έργου αναφωνεί: «Δεν αντέχω πια τις δεσμεύσεις, την υποκρισία, τα ψέματα… Θέλω να νοιώσω ελεύθερη!»
Ο Όσβαλντ αποδόθηκε με την απαραίτητη ευθραυστότητα και υπαρξιακή αγωνία από τον ταλαντούχο Νεκτάριο Φαρμάκη. Ένας νεαρός άνδρας που βλέπει τα όνειρά του να γκρεμίζονται από μια κληρονομικότητα που τον καταδίκασε να ζήσει μια ζωή που ο ίδιος δεν επέλεξε. Συγκλονιστικός, με μια δυναμική ερμηνεία στην τελική και την πιο σπαρακτική σκηνή του έργου. Μια ερμηνεία με συναισθηματικό βάθος. Ο Νεκτάριος Φαρμάκης παίζει με το σώμα του, τις συγκινητικές εκφράσεις του προσώπου του που εκφράζουν την οδύνη του για την άτυχη ζωή του, τα μάτια του, τις σιωπές του. Καταπληκτική ερμηνεία. Η σκηνοθεσία σεβάστηκε τη σιωπή του τέλους και δεν επιχείρησε κανένα «εύκολο» θεατρικό τέχνασμα για να φορτίσει περαιτέρω την δύσκολη, συγκινητική σκηνή.
Ο Πάστορας Μάντερς ενσαρκώνεται με πειθαρχημένο τρόπο από τον εξαιρετικό Θοδωρή Σκούρτα. Ο άνθρωπος της εκκλησίας που μένει πιστός στις παραδοσιακές αξίες της. Με αυστηρότητα, καθαρό λόγο, χωρίς εξάρσεις ερμηνεύει τον πάστορα που προσπαθεί να επιπλήξει την Κα Άλβινγκ για την στάση ζωή της χωρίς να γνωρίζει λεπτομέρειες από τις δυσκολίες που έχει περάσει. Συντετριμμένος όταν μαθαίνει την αλήθεια. Ωστόσο παραμένει ακίνητος στην στάση ζωής που του επιβάλλει η εκκλησία που υπηρετεί.
Ο Νίκος Αναστασόπουλος στον ρόλο του Ένγκστραντ, του ανθρώπου που μεγάλωσε την νεαρή Ρεγγίνα και σχεδιάζει να γίνει ξενοδόχος έχει μία δυνατή ερμηνεία, αξιοποιεί στο έπακρο όλα του τα εκφραστικά μέσα. Εξαιρετικός. Είναι ο καθρέφτης των ανθρώπων και της σημερινής κοινωνίας. Πονηρός, φαινομενικά απλοϊκός, δεν διστάζει να εκβιάσει προκειμένου να εκπληρώσει τα όνειρά του. Η κίνηση του σώματος του ηθοποιού, το ύφος που έχει το πρόσωπό του σε δύσκολες στιγμές του έργου, οι σιωπές του μας χαρίζουν μια υπέροχη ερμηνεία.
Την νεαρή Ρεγγίνα ενσαρκώνει η Μαριλένα Λιακοπούλου με σκηνική ευχέρεια και άνεση. Χτίζει με μαεστρία τον ρόλο του αρχικά υπάκουου κοριτσιού που νιώθει ευγνωμοσύνη που μεγάλωσε στην υπηρεσία της Κας Άλβινγκ, μη γνωρίζοντας την πραγματική της ταυτότητα και εξελίσσεται σε μια γυναίκα που κυνικά κυνηγά τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή.
Η παράσταση «Βρικόλακες» στο Θέατρο Ραντάρ σε σκηνοθεσία και απόδοση Αναστασίας Παπαστάθη είναι μια παράσταση που ακολουθεί το κλασικό κείμενο, δεν χρησιμοποιεί μοντερνισμούς για να εντυπωσιάσει, αφήνει το ίδιο το δυνατό κείμενο του Ίψεν να ακουστεί και μέσα από τις συγκλονιστικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών της μάς χαρίζει μία από τις ωραιότερες μεταφορές του έργου του Νορβηγού θεατρικού συγγραφέα.

Ταυτότητα Παράστασης
Θέατρο RADAR
Απόδοση- Σκηνοθεσία: Αναστασία Παπαστάθη
Σκηνικά- Κοστούμια: Κυριακή Πανούτσου
Μουσική: Πάνος Φορτούνας
Φωτισμοί: Αναστασία Παπαστάθη
Βοηθός σκηνοθέτη: Φρόσω Ανδριώτη
Φωτογραφίες: Τζούλια Χατζηκωστάκη
Επικοινωνία: Αντώνης Κοκολάκης
ΕΡΜΗΝΕΥΟΥΝ
Νίκος Αναστασόπουλος: Ένγκστραντ
Μαριλένα Λιακοπούλου: Ρεγγίνα
Αναστασία Παπαστάθη: Κυρία Άλβινγκ
Θοδωρής Σκούρτας: Πάστορας Μάντερς
Νεκτάριος Φαρμάκης: Όσβαλντ Άλβινγκ