«Η παράξενη υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ» του Robert Louis Stevenson
Γράφει η Λουκία Μητσάκου
Είναι άραγε δυνατόν να γνωρίσουμε πραγματικά τον εαυτό μας, χωρίς να αντικρίσουμε κατάματα τις πιο σκοτεινές του πτυχές – και, το κυριότερο, χωρίς να τις αποδεχθούμε; Ως πού είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε για να αποκρύψουμε εκείνες τις πλευρές μας που δεν είναι «κοινωνικά αποδεκτές»; Υπάρχει στην πραγματικότητα ένας «κακός» εαυτός ή μήπως πρόκειται για μια διάσταση που παραμορφώνεται και διογκώνεται όσο την απωθούμε; Αν τελικά μας καθορίζει ό,τι προσπαθούμε να ξεχάσουμε, μήπως ο εσωτερικός μας Χάιντ βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια απ’ όσο θα θέλαμε να παραδεχτούμε; Ποιος είναι, λοιπόν, ο αληθινός μας εαυτός; Εκείνος που συμμορφώνεται με τις κοινωνικές προσδοκίες ή εκείνος που αναδύεται στο σκοτάδι, όταν δεν μας παρακολουθεί κανείς; Μπορεί κάποιος να μας αγαπήσει όταν έχει αντικρίσει τις πιο σκοτεινές μας πλευρές; Και, κυρίως — μπορούμε εμείς οι ίδιοι να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, έτσι όπως είναι, με όλες του τις αντιφάσεις και τις ανεξήγητες πτυχές;
Αυτά – και πολλά ακόμα βαθιά ανθρώπινα ερωτήματα – αναδύονται μέσα από τη συναρπαστική θεατρική μεταφορά του έργου «Η παράξενη υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ» σε σκηνοθεσία Πάρη Μαντόπουλου στο Θέατρο Αργώ.
Η μεταφορά στη σκηνή του εμβληματικού έργου του Robert Louis Stevenson, Η Παράξενη Υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του Κυρίου Χάιντ (1886), συνιστά πάντα μια πρόκληση για κάθε θεατρικό δημιουργό – όχι μόνο λόγω της διττής φύσης του πρωταγωνιστή αλλά και εξαιτίας των βαθιά φιλοσοφικών, ψυχολογικών και κοινωνικών αποχρώσεων που το διατρέχουν.
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε αξιοποίησε με δεξιοτεχνία το μυστήριο, τη σκοτεινή, γοτθική ατμόσφαιρα και το στοιχείο του τρόμου, χωρίς να θυσιάσει τη βαθύτερη υπαρξιακή προβληματική που αναδεικνύει το αρχικό κείμενο: τη διαρκή εσωτερική πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό και τη λεπτή – σχεδόν αόρατη – γραμμή που τα χωρίζει.
Η Παράξενη Υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του Κυρίου Χάιντ εντάσσεται οργανικά στην παράδοση του γοτθικού μυθιστορήματος, ενός λογοτεχνικού είδους που ανθεί από τα τέλη του 18ου αιώνα και εστιάζει στον φόβο, το μυστήριο, το υπερφυσικό και την ψυχική διάβρωση. Στην περίπτωση του Stevenson, όμως, το «υπερφυσικό» δεν εντοπίζεται σε στοιχειωμένα κάστρα ή φαντάσματα αλλά στην ίδια την ψυχοσύνθεση του ανθρώπου και στο ανατριχιαστικό ενδεχόμενο ότι το «τέρας» δεν είναι εξωτερικό, αλλά εσωτερικό – και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εαυτού μας.

Στον πυρήνα του, το εμβληματικό έργο του Στίβενσον δεν είναι απλώς μια ιστορία μυστηρίου ή τρόμου – είναι μια βαθιά υπαρξιακή αλληγορία για τη διχασμένη φύση της ανθρώπινης ψυχής. Ο δόκτωρ Τζέκιλ, ένας κοινωνικά αποδεκτός και ηθικά ενάρετος επιστήμονας, αναζητά τρόπο να διαχωρίσει τις αντίρροπες δυνάμεις που συνυπάρχουν μέσα του. Ο μυστικός χημικός τύπος που δημιουργεί τού επιτρέπει να απελευθερώσει τον εσωτερικό του «άλλο εαυτό», τον Χάιντ, έναν άνθρωπο που ενσαρκώνει ό,τι μέχρι τότε είχε επιμελώς καταπιέσει: τις πιο πρωτόγονες, άναρχες και απωθημένες πλευρές του.
Η μεταμόρφωση αυτή δεν είναι μονάχα σωματική. Είναι, πάνω απ’ όλα, μια ριζική αποδέσμευση από την ηθική, την αυτολογοκρισία και την κοινωνική μάσκα. Ο Τζέκιλ δεν παύει να είναι παρών – απλώς αφήνει τον Χάιντ να πάρει τον έλεγχο. Και όσο εκείνος ενδυναμώνεται, ο ίδιος αποδυναμώνεται. Δεν πρόκειται για εξωτερικό εχθρό αλλά για τον εαυτό του, όπως δεν τον άντεξε ποτέ να δει.
Η σύλληψη αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν τη δούμε στο φόντο της βικτωριανής εποχής, μιας περιόδου όπου το προσωπείο της ευπρέπειας συχνά κάλυπτε σκοτεινές, ανομολόγητες αλήθειες. Ο Στίβενσον δεν γράφει για το «κακό» για να το καταδικάσει αλλά για να αναδείξει το τίμημα της άρνησης. Όταν προσπαθούμε να διαχωρίσουμε πλήρως το φως από το σκοτάδι, το σκοτάδι διογκώνεται.

Παρότι ο Στίβενσον προηγήθηκε του Φρόυντ, το έργο του μοιάζει σχεδόν προφητικό. Η σχέση Τζέκιλ-Χάιντ μπορεί να ιδωθεί ως μια πρόδρομη απεικόνιση του ψυχικού μοντέλου του Υπερεγώ (η κοινωνική μάσκα του Τζέκιλ), του Εγώ (η προσπάθεια του ίδιου να εξισορροπήσει τα αντίθετα) και του Αυτό (ο άναρχος, ενστικτώδης Χάιντ).
Όμως εξίσου γόνιμη είναι και η προσέγγιση του Carl Jung, ο οποίος περιέγραψε την «σκιώδη πλευρά» (shadow self) ως το σύνολο των χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς μας που απορρίπτουμε ή απωθούμε γιατί δεν συνάδουν με την εικόνα που έχουμε (ή θέλουμε να δείχνουμε) για τον εαυτό μας.
Ο Χάιντ, μέσα από αυτό το πρίσμα, δεν είναι απλώς το «κακό» ή το «ανήθικο» αλλά η σκιά που δημιουργείται όταν το φως της συνείδησης αρνείται να φωτίσει ορισμένες πτυχές. Και όσο αυτή η σκιά παραμένει απωθημένη, τόσο κινδυνεύει να ξεσπάσει με ανεξέλεγκτους τρόπους. Το πραγματικό ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν υπάρχει κακό μέσα μας – αλλά τι συμβαίνει όταν αρνούμαστε να το δούμε, να το κατανοήσουμε και να το ενσωματώσουμε με επίγνωση και ευθύνη.

Ο Πάρης Μαντόπουλος αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία, τη χορογραφία, τη διασκευή, τη σκηνογραφία και τη μουσική επιμέλεια και κατορθώνει να μας χαρίσει μια παράσταση με αξιοσημείωτο ρυθμό, που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό. Η αγωνία είναι διαρκής και το ενδιαφέρον για την εξέλιξη της ιστορίας παραμένει ζωντανό καθ’ όλη τη διάρκειά της.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Πάρη Μαντόπουλου επέλεξε να αναδείξει τον διχασμό του ήρωα όχι μέσα από εφέ ή τεχνάσματα αλλά μέσα από το ίδιο το σώμα και την παρουσία των ηθοποιών με μία ιδιαίτερη έμφαση στην κινησιολογία. Αντί για μια παραδοσιακή ερμηνεία με έναν ηθοποιό που εναλλάσσει ρόλους, ο σκηνοθέτης επέλεξε να δώσει σάρκα και οστά στη σύγκρουση, διαχωρίζοντας τον Τζέκιλ και τον Χάιντ σε δύο πρόσωπα επί σκηνής. Μια τολμηρή επιλογή, που καθιστά τον εσωτερικό διχασμό του ήρωα χειροπιαστό, αποδίδοντάς τον με μεγάλη δραματουργική ευστοχία.
Κομβικό ρόλο σε αυτή τη σκηνική «ψυχαναλυτική τομή» έπαιξε η εξαίσια κινησιολογία. Οι κινήσεις των ηθοποιών δεν εξυπηρετούν απλώς την πλοκή αλλά έμοιαζαν να αποτυπώνουν την ίδια την ψυχική ένταση – κάθε κίνηση, κάθε στροφή του σώματος, παρέπεμπε σε εσωτερικές μετατοπίσεις και υπαρξιακές κρίσεις. Οι εναλλαγές μεταξύ έντασης και ακινησίας, σπασμωδικότητας και ελέγχου, λειτουργούσαν σχεδόν σαν φυσική παρτιτούρα της σύγκρουσης ανάμεσα στο ένστικτο και τη λογική.
Το σκηνικό, μινιμαλιστικό αλλά βαθιά συμβολικό, λειτουργεί ως αντανάκλαση του ψυχισμού των ηρώων. Οι καθρέφτες που κυριαρχούσαν στον χώρο δεν ήταν μόνο σκηνικά αντικείμενα. Λειτουργούσαν ως μέσα αυτοαντανάκλασης αλλά και ως πύλες διέλευσης – κυριολεκτικές και μεταφορικές για τη μετάβαση από τον έναν «εαυτό» στον άλλον. Έτσι, το κοινό παρακολουθούσε τον ήρωα να περνάει από τον έναν «εαυτό» στον άλλον μέσα από καθρέφτες που ταυτόχρονα αποκαλύπτουν και παραμορφώνουν. Η θέαση του εαυτού γίνεται πράξη δραματική και οδυνηρή.
Σημαντικό στοιχείο της επιτυχίας της παράστασης είναι και η πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα μυστηρίου και τρόμου που κατάφερε να πλάσει η σκηνοθεσία, μια ατμόσφαιρα ιδιαίτερη που δεν καταφεύγει σε ευκολίες. Εδώ καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η μουσική επιμέλεια του ίδιου του Μαντόπουλου, που προσδίδει συναισθηματικό βάθος και εντείνει την αγωνία, υπογραμμίζοντας τον ψυχολογικό τρόμο και την αμφισημία του ήρωα.
Η παράσταση δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία αλλά προσκαλεί το κοινό να την βιώσει. Όπως μέσα από έναν καθρέφτη, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του είδωλα και σκιές. Πρόκειται για μια αξιέπαινη θεατρική μεταφορά, σκηνοθετημένη με συνέπεια, φαντασία και βαθιά κατανόηση του κειμένου από τον Πάρη Μαντόπουλο.
Τα κοστούμια της Σοφίας Παντουβάκη είναι πλήρως λειτουργικά και ταυτόχρονα αισθητικά εύστοχα. Παραπέμπουν στην εποχή του έργου, χωρίς να εγκλωβίζονται σε αυτήν – διατηρούν μια διαχρονική ποιότητα που ενισχύει τη σύνδεση του κειμένου με το σήμερα.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει και στους φωτισμούς του Θωμά Οικονομάκου, οι οποίοι δεν περιορίζονται στον ρόλο της «εικονικής υποστήριξης» αλλά συμβάλλουν ενεργά στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας άλλοτε ονειρικής και άλλοτε εφιαλτικής. Η εικαστική ταυτότητα της παράστασης διαμορφώνεται με συνέπεια και φαντασία, εντείνοντας τις ψυχολογικές διακυμάνσεις και ενισχύοντας την αίσθηση του διχασμού και της απειλής.
Εξαιρετικές οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών ανεξαιρέτως (Γιώργος Καφετζόπουλος, Ιώ Λατουσάκη, Ράνια Αθανασοπούλου, Μιχάλης Κουτσκουδής και Σάββας Σωτηρόπουλος), οι οποίοι λειτουργούν ως άρτια δεμένη ομάδα. Ο καθένας φέρνει στη σκηνή τη δική του ξεχωριστή ενέργεια, ενώ όλοι μαζί συνθέτουν έναν οργανισμό που αναπνέει και κινείται με απόλυτο συγχρονισμό.
Ο Γιώργος Καφετζόπουλος στον ρόλο του Δρ Τζέκιλ μας χαρίζει μια εξαιρετική ερμηνεία και μια μεστή και απολύτως δυναμική παρουσία. Πλάθει έναν χαρακτήρα βαθιά ανθρώπινο, που ταλανίζεται ανάμεσα στην αυτοσυγκράτηση και τη διάλυση. Με εσωτερικότητα και σκηνική ευφυΐα, αποδίδει με ακρίβεια το σταδιακό χάσιμο του ελέγχου και την καταβύθιση στην ψυχική αποδιοργάνωση. Δεν κραυγάζει – υποβάλλει. Δεν εξηγεί – αποκαλύπτει. Η παρουσία του είναι σταθερά συγκεντρωμένη και φορτισμένη, αφήνοντας τον θεατή να βιώσει το αδιέξοδο του Τζέκιλ εκ των έσω. Ο Γιώργος Καφετζόπουλος κινείται με μαεστρία ανάμεσα στις αποχρώσεις του ρόλου του, αποδίδοντας με ακρίβεια κάθε ψυχική μετατόπιση. Μια αφοπλιστικά άμεση ερμηνεία.
Ο Σάββας Σωτηρόπουλος ενσαρκώνει έναν Χάιντ απόλυτα σωματικό, σχεδόν ζωώδη, χωρίς όμως να εκπίπτει στην καρικατούρα και χωρίς να υποπέσει σε κανένα κλισέ. Η ενέργειά του είναι διαρκώς παρούσα – έντονη, ακατέργαστη, σπαρακτική. Το βλέμμα του, οι απότομες κινήσεις, η σκηνική του αμεσότητα δημιουργούν μια μορφή που τρομάζει, όχι γιατί είναι «κακή», αλλά γιατί είναι αναγνωρίσιμη μέσα μας. Ο Σάββας Σωτηρόπουλος καταφέρνει να αποδώσει τον Χάιντ όχι απλώς ως μια σκιά του Τζέκιλ αλλά ως έναν αυτόνομο, γεμάτο πάθος οργανισμό που διεκδικεί την ύπαρξή του. Μια μαγνητική ερμηνεία που συναρπάζει.
Η Ράνια Αθανασοπούλου, στον ρόλο της νεαρής γυναίκας που εμπλέκεται συναισθηματικά με τον Χάιντ, κατορθώνει να συνθέσει έναν χαρακτήρα που στέκεται με πληρότητα και δύναμη. Με ευαισθησία και ακρίβεια, αποδίδει μια συναισθηματική διαδρομή που ξεκινά από τη γοητεία και καταλήγει στην οδύνη – μια πορεία μεστή νοημάτων, που συνομιλεί ουσιαστικά με τη θεματική του έργου. Μια ερμηνεία γεμάτη λεπτότητα και ισορροπία.
Η Ιώ Λατουσάκη ξεχωρίζει για την ευχέρειά της να εναλλάσσει πολλαπλούς ρόλους με σαφήνεια, χωρίς να χάνει την εσωτερική συνοχή κάθε χαρακτήρα. Είτε σε σκηνές έντασης είτε ως αφηγηματικός συνδετικός κρίκος, κινείται με άνεση και θεατρική ποιότητα. Μια υπέροχη ερμηνεία με μεγάλη φυσικότητα και βάθος.
Ο Μιχάλης Κουτσκουδής αποδίδει, επίσης, με υποκριτική ευχέρεια μια ποικιλία ρόλων, φέρνοντας στην παράσταση εκείνη την αναγκαία «δομική» στήριξη – είναι ο ηθοποιός που γεφυρώνει πρόσωπα, καταστάσεις και ύφη με τρόπο απολύτως ουσιαστικό. Μια υπέροχη ερμηνεία με ακρίβεια και αμεσότητα.

Μπορούμε, άραγε, να γνωρίσουμε ποτέ πραγματικά ποιοι είμαστε, αν πρώτα δεν έχουμε συμφιλιωθεί με εκείνα που μας τρομάζουν; Αν δεν έχουμε σταθεί γυμνοί απέναντι στα σκοτεινά μας ένστικτα, τις απωθημένες μας σκέψεις, την ίδια τη δυνατότητά μας για κακό;
Η «Παράξενη Υπόθεση του Δρ Τζέκιλ και του κ. Χάιντ» δεν είναι απλώς μια ιστορία τρόμου ή μια φανταστική μεταμόρφωση. Είναι μια αλληγορία για τον εσωτερικό διχασμό που όλοι κρύβουμε, για τις μάσκες που φοράμε και για την απελπισμένη μας ανάγκη να φαινόμαστε ακέραιοι, ακόμη και όταν μέσα μας συντελείται μια διαρκής μάχη.
Η παράσταση του Πάρη Μαντόπουλου μάς υπενθυμίζει πως όσο πιο βαθιά αρνούμαστε τον «Χάιντ» μέσα μας, τόσο περισσότερο του δίνουμε εξουσία. Η αληθινή κάθαρση δεν έρχεται μέσα από την εξόντωση του σκοτεινού εαυτού αλλά από την αναγνώρισή του ως αναπόσπαστου κομματιού μας – ενός κομματιού που χρειάζεται όριο αλλά και κατανόηση.
Το έργο μάς καλεί να στραφούμε προς τα μέσα – να κοιτάξουμε τους δικούς μας καθρέφτες και να αναρωτηθούμε, ίσως πιο ειλικρινά από ποτέ, αν αυτό που πραγματικά μας φοβίζει είναι αυτό που είμαστε… ή εκείνο που προσπαθούμε με κάθε τρόπο να μην είμαστε.
Η παράσταση «Η παράξενη υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ» του Robert Louis Stevenson στο Θέατρο Μικρό Αργώ σε σκηνοθεσία Πάρη Μαντόπουλου είναι μια βαθιά ουσιαστική, καλλιτεχνικά τολμηρή και συναισθηματικά φορτισμένη παράσταση, που κατορθώνει να παντρέψει τη γοτθική ατμόσφαιρα με ένα υπαρξιακό σχόλιο εξαιρετικού βάθους και ευτυχεί μέσα από την ευφυή σκηνοθετική ματιά και τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών της.

Ταυτότητα παράστασης
«Η παράξενη υπόθεση του Δόκτωρ Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ» του Robert Louis Stevenson
Θέατρο Μικρό Αργώ
Σκηνοθεσία-Χορογραφία-Διασκευή: Πάρης Μαντόπουλος
Μετάφραση: Ιφιγένεια Ντούμη
Σκηνογραφία: Πάρης Μαντόπουλος
Ενδυματολογία: Σοφία Παντουβάκη
Φωτισμοί: Θωμάς Οικονομάκος
Μουσική Επιμέλεια: Πάρης Μαντόπουλος
Βοηθός Σκηνοθέτη – Επιμέλεια Γραφιστικών: Κωνσταντίνα Ευθυμίου
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου / Art Ensemble
Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Οργάνωση Παραγωγής: 4PLAY AMKE
Παίζουν οι: Γιώργος Καφετζόπουλος, Ιώ Λατουσάκη, Ράνια Αθανασοπούλου, Μιχάλης Κουτσκουδής, Σάββας Σωτηρόπουλος