Στο Θέατρο Αθηνών φέτος παρουσιάζεται το έργο της Γιασμίνα Ρεζά «Ο Θεός της Σφαγής».
Η Γιασμίνα Ρεζά γεννήθηκε στο Παρίσι το 1959. Το έργο της αυτό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2007 στη Ζυρίχη και μετά Παρίσι και Νέα Υόρκη. Κέρδισε το Βραβείο Ολιβιέ καλύτερης κωμωδίας το 2009 και το βραβείο Τόνυ καλύτερου έργου. Το 2011 έγινε ταινία από τον Πολάνσκι με τίτλο Carnage.
Tο έργο έχει ξαναπαιχτεί στην Ελλάδα. Παρουσιάζεται στον Τύπο σαν κωμωδία. Εγώ το είδα σαν βαθιά κοινωνικό έργο. Μπορεί να έχει πολλές στιγμές γέλιου, αλλά δεν θα το έλεγα κωμωδία – μαύρη ίσως.
Το bullying είναι φαινόμενο διαχρονικό. Υπήρχε από την πανάρχαιη εποχή και συνεχίζει στις μέρες μας. Στο έργο μας. Δύο εντεκάχρονα αγόρια μαλώνουν και το ένα χτυπώντας το άλλο του σπάει κάποια δόντια. Οι δύο οικογένειες των παιδιών, οικογένειες «καθωσπρέπει», ζητούν να συναντηθούν και πολιτισμένα να λύσουν το θέμα.
Ένα σαλόνι μεγαλοαστικό. Δύο οικογένειες με αξιοπρεπή κοινωνική θέση. Ο πατέρας, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης είναι ένας μεγαλοδικηγόρος, με εθισμό στο κινητό του τηλέφωνο. Ίσως και λόγω της εργασίας του. Μιλά συνεχώς για τις δουλειές του στη φαρμακοβιομηχανία, όπου εργάζεται. Πράγμα που ενοχλεί τη σύζυγό του, μία business woman (Στεφανία Γουλιώτη), η οποία παρουσιάζει ψυχοσωματικά προβλήματα, κάνοντας συνεχείς εμετούς. Στην δεύτερη οικογένεια ο πατέρας (Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) είναι ιδιοκτήτης καταστήματος ειδών κιγκαλερίας, ευπρεπής και αφοσιωμένος στην οικογένειά του. Η σύζυγός του (Λουκία Μιχαλοπούλου), μια αριστερίζουσα ακτιβίστρια με αγάπη στην Αφρική και στα προβλήματά της. Συζητούν πολιτισμένα για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στα παιδιά τους. Να βρουν την καλύτερη πολιτισμένη λύση.
Και ξαφνικά το «δήθεν» δίνει την θέση του στο «είμαι». Το «φαίνομαι» στο «αισθάνομαι». Το ζώο που όλοι μας ίσως κρύβουμε μέσα μας, εμφανίζεται και ο καθωσπρεπισμός εξαφανίζεται. Εκτοξεύονται ακραίες, χυδαίες κουβέντες μεταξύ συζύγων που μόνο πολιτισμό δεν δείχνουν..
Το ποτό βοηθά να βγουν στην επιφάνεια πράγματα που τα κρατούσαν βαθειά μέσα τους. Οι μέχρι πριν λίγο φιλόζωοι, έχουν εγκαταλείψει στο δρόμο το μικρούλι χάμστερ. Το μεγαλοαστικό σαλόνι καταστρέφεται. Δίνει την θέση του σε ένα διαλυμένο χώρο και οι κίτρινες τουλίπες που στόλιζαν τα βάζα σκορπίζονται διαλυμένες στο πάτωμα, όπως και οι ζωές τους. Ο στοργικός πατέρας, που πήγαινε βόλτα με το καροτσάκι το μωρό του, ουρλιάζει. «Τα 10 χρόνια που σου μένουν ως το εγκεφαλικό και τον καρκίνο γιατί πρέπει να τα χαλαλίζεις για ένα νιάνιαρο;». Η έννοια της οικογένειας είναι μία καταναγκαστική πράξη που μας επιβάλλει η ίδια η κοινωνία, προκειμένου να είμαστε καθωσπρέπει;
Η Ρεζά στο έργο αυτό θέλει να θίξει τον πολιτισμένο Δυτικό μας κόσμο. Να μας πει ότι δοθείσης ευκαιρίας τα ζωώδη ένστικτα που επιμελώς κρύβουμε, βγαίνουν στην επιφάνεια.
Το έργο παρουσιάζει γρήγορους ρυθμούς και πολύ νεύρο.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι πολύ καλές. Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, κυνικός, αδιάφορος, αδίστακτος, ειρωνικός. Έχει μπει στο πετσί του ρόλου του, όπως κάνει πάντα. Δεν μας έχει απογοητεύσει ποτέ. Πιστεύεις κάθε του βλέμμα, κάθε του λέξη, κάθε του κίνηση. Η σκηνή του ανήκει και μας το δείχνει κάθε λεπτό.
Η Στεφανία Γουλιώτη, ψυχρή, δυστυχισμένη κατά βάθος. Το παίξιμό της μου θύμισε σε αρκετά σημεία τον τρόπο που υποδυόταν τον ρόλο της πέρσι στο «Η γυναίκα από τα παλιά».
Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος ήταν πολύ καλός και ας μου επιτραπεί να πω «από τα δυνατά χαρτιά» της παράστασης. Ξεδιπλώνει μπρος στα μάτια μας το αστείρευτο ταλέντο του. Ο τρόπος που μετατρέπεται από στοργικό σύζυγο και πατέρα σε βίαιο αρσενικό είναι καθηλωτικός.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου, μια ειρωνική ακτιβίστρια και μια ηθοποιός με πάρα πολλές δυνατότητες – όπως μας το έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν- στο συγκεκριμένο ρόλο δεν είχε την δυνατότητα να ξεδιπλώσει το ταλέντο της, χωρίς όμως να μας απογοητεύει.
Η σκηνοθεσία είναι του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη διακρίνεται από την προσοχή στην λεπτομέρεια και στην συνέπεια και κάνει τον θεατή συμμέτοχο στο ξεγύμνωμα μιας κοινωνικής τάξης και μιας ανθρώπινης ψυχής.
Μια μεγαλοαστική τάξη που σταδιακά αποδομείται μπροστά στα μάτια μας.
Το μόνο που θα μπορούσα να σημειώσω είναι ότι θα προτιμούσα η παράσταση να έχει περισσότερα ups and down, παρά να βρίσκεται σε ένα διαρκές peak υψηλής έντασης.
Μια παράσταση που αξίζει να την δει κανείς, για να αναλογιστεί όλα αυτά που κρύβουμε μέσα μας με τόσο κόπο και δεν τα αφήνουμε να βγουν στην επιφάνεια, με σκοπό να κρατήσουμε ένα «πολιτισμένο» και «καθωσπρέπει» προσωπείο, μέσα στην κοινωνία.Πληροφορίες:
Θέατρο Αθηνών, Βουκουρεστίου 10
Οι συντελεστές:
Μετάφραση: Γιώργος Βούρος
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αθανασία Σμαραγδή
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Μουσική: Μίνως Μάτσας
Τους ρόλους ερμηνεύουν:
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Στεφανία Γουλιώτη, Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλος, Λουκία Μιχαλοπούλου
1 σχόλιο
Πολυ ωραια αναλυση θελω να δω τη παρασταση!!!!