Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά αποτελεί κόσμημα όχι μόνο για την πόλη του Πειραιά, αλλά κόσμημα της Ελλάδας. Χαίρομαι να βρίσκομαι στο Θέατρο αυτό.
Απόψε παίζει Την Μητέρα του Σκύλου!!! Το έργο παιζόταν στο Σύγχρονο Θέατρο της Αθήνας τον περασμένο χειμώνα.
Τα σκηνικά του Α. Αγγελή, λιτά όπως αρμόζει στην εποχή που αναφέρεται. Ένα παλιό κρεβάτι, ένα γραφείο, ένα τραπέζι, καρέκλες, μια ντουλάπα, ένα ραδιόφωνο. Κατοχή.
Η Ρουμπίνη ή όπως η ίδια παρουσιάζεται η Ραραού, γερασμένη πια, ψυχικά άρρωστη, φορώντας στο λαιμό της το πουπουλένιο κασκόλ της από την εποχή που ήταν ηθοποιός ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας την δύσκολη ζωή της. Είδα ολόκληρη την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας να περνά σιγά σιγά από μπροστά μου, μέσα από την διήγηση της Ραραού.
«Ρουμπίνη είναι το βαφτιστικό μου, πλην Ραραού βαφτίστηκα όταν βγήκα στο Θέατρο. Την Ρουμπίνη την έχω ξεγράψει. Άσε πια το επίθετο. Μέσκαρη. Δεσποινίς Ραραού έγραψα και στο βιβλιάριο του ΙΚΑ. Δεσποινίς Ραραού, ηθοποιός».
Πόλεμος, κατοχή. Δύσκολα χρόνια. Ο πατέρας φεύγει για το μέτωπο και μετά θεωρείται αγνοούμενος. Η μητέρα έχει το βάρος να μεγαλώσει τα παιδιά της. Πείνα, φτώχεια, ανέχεια. Αρρώστιες. Θερίζει η φυματίωση. Έφοδος σε αποθήκες για λίγο φαγητό. Η μητέρα, όμορφη γυναίκα, αναγκάζεται να κάνει σχέση με έναν Ιταλό, που της φέρνει τρόφιμα για να ταΐζει τα παιδιά της. Η αντίδραση της μικρής κοινωνίας, σκληρή. Πετούν πέτρες στο σπίτι και φωνάζουν: Η μητέρα σου είναι πουτάνα. Η μάνα αγάπησε όμως τον νεαρό Ιταλό. Βρήκε δίπλα του τη ζεστασιά που δεν είχε ζήσει με τον άνδρα της. Του το έγραψε «δια χειρός της θυγατέρας μου, γιατί εγώ είμαι αναλφάβητη», όταν αυτός έφυγε για την πατρίδα του. Ο παπάς του χωριού την συγχώρεσε για την αμαρτία της.
Η Κανέλλω, σε μία συναρπαστική σκηνή, μια μάνα με το μωρό της, βγάζει γλώσσα στον Γερμανό «Τι έθνος είστε, τι φυλή». Συγκλονιστική η Τζίνη Παπαδοπούλου στην σκηνή αυτή.
Μια παλάμη μικρού παιδιού στο βωμό της τρέλας του πολέμου για μια πατάτα. Από το όπλο του Γερμανού.
Απελευθέρωση. Όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές θα πληρώσουν. Αρχίζει και η διαπόμπευση της μάνας της Ρουμπίνης. Ανατριχιαστική η σκηνή. Η μάνα σε κάρο και η μικρή Ρουμπίνη να τρέχει πίσω από τη μάνα της. Κρατιέται από το κάρο. «Πάρτε την, διώξτε την, πάρτε το σκυλί που με πήρε από κοντά. Τι γυρεύει ο σκύλος; Δεν είμαι η μάνα του»
Δεν μπορούν να μείνουν πια στην επαρχία. Μετακόμιση στην Αθήνα. Με την βοήθεια ενός βουλευτή της επαρχίας μένουν μαζί με έναν ανάπηρο σε ένα πολυβολείο. Ζητιανεύουν για να ζήσουν.
Η μικρή Ρουμπίνη, Ραραού πια δουλεύει στο θέατρο. Κάνει περιοδείες. «Έπρεπε να κολακεύσω για να επιζήσω, μονολογεί, και επέζησα». Πιστεύει ότι έχει γίνει μεγάλη πρωταγωνίστρια. Μεγάλη ηθοποιός. Έχει ένσημα όμως από το Σωματείο Κομπάρσων, απ’ όπου και συνταξιοδοτείται. Φροντίζει την μάνα της σαν παιδί της. Της παρέχει τα πάντα. «Και ραδιόφωνο της πήρα, την τηλεόραση δεν την πρόλαβε».
Με την βοήθεια του βουλευτή, έβγαλε και σύνταξη σαν θυγατέρα αγνοούμενου. «Έχω δύο συντάξεις» λέει η Ραραού. Για αυτό αρνήθηκε και τον πατέρα που εμφανίστηκε πολλά χρόνια μετά, παντρεμένος με παιδιά. Δεν ήθελε να χάσει την σύνταξη και δεν τον θυμόταν πια.
Η Δήμητρα Χατούπη, στο ρόλο της Ραραού, καταθέτει την ψυχή της. Δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας. Απλά συγκλονιστική. Αυτό είναι θέατρο!
Εξίσου εντυπωσιακή και η μικρή Ρουμπίνη, η Μαριαλένα Ροζάκη.
Όλος όμως ο θίασος έδωσε ψυχή στο έργο, με καταπληκτικές ερμηνείες. Ο σκηνοθέτης, Σταύρος Τσακίρης, κατάφερε να δώσει την δραματικότητα και την τραγικότητα της εποχής. Οι χαμηλοί φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη έδωσαν μια άλλη διάσταση στο έργο.
Παρόλη την μεγάλη διάρκεια του έργου, δεν κούρασε καθόλου.
Tι θέλουμε, τι ζητάμε; Τι τράβηξε ο κόσμος… Πόνο, πείνα, σκοτωμούς, βιασμούς, πορνεία, δυστυχία. Όλα στο βωμό ενός πολέμου που αφάνισε τόσες ψυχές. Και συνεχίζουμε! Η γη μας δε θα ησυχάσει ποτέ. Δεν θα μας αφήσουν ποτέ να ζήσουμε ειρηνικά. Και οι προδότες του πολέμου, θα γίνουν μετά οι αρχηγοί που θα μας σώσουν. Και η ζωή συνεχίζεται. Δυστυχώς πολύ στραβά.
Μια φίλη με την οποία παρακολούθησα την παράσταση μου είπε «Είναι από τις παραστάσεις που θα τις θυμάμαι για πάντα…»