Γράφει η Βίβιαν Μητσάκου
Το ζεϊμπέκικο σαν χορός είναι χορός καρδιάς. Για να τον χορέψεις πρέπει να δώσεις την ψυχή σου. Κατάθεση ψυχής και μάλιστα πονεμένης, πληγωμένης, παθιασμένης . Πρέπει να αισθάνεσαι για να τον χορέψεις. Είσαι εσύ στην πίστα μόνος σου, έστω και αν πολλοί χορεύουν δίπλα σου. Εσύ, τα πάθη σου, τα λάθη σου, ο καημός σου, τα βάσανά σου, τα σεκλέτια σου.
Με όλα αυτά τα στοιχεία, παρουσιάζεται και ο ήρωάς μας στο έργο αυτό.
Η παράσταση αρχίζει με ένα λαϊκό τραγούδι το «άνοιξε, άνοιξε, γιατί δεν αντέχω». Ο ήρωάς μας, ο Λευτέρης, Γιώργος Νινιός, ένας λαϊκός καλλιτέχνης, που μόλις αποφυλακίστηκε, λόγω προβλημάτων υγείας. Δεν θέλει να συμβιβαστεί με το κατεστημένο. Ασυμβίβαστος. Γυρίζει στο σπίτι της πρώην γυναίκας του, Στέλλα Κρούσκα, εκεί μένει και η κόρη της γυναίκας του, Μαρία Κατσούλη, η αιτία ίσως που μπήκε και στην φυλακή.
Ο ήρωάς μας με ένα μπουζούκι στο χέρι και ένα μισοκαμμένο τσιγάρο, όπως ίσως και η ζωή του, θυμάμαι, βρίζει, θυμώνει, γίνεται γλυκός, άγριος, σκληρός, τρυφερός. «Γιατί κάνω συνέχεια λαθάκια, γαμώ το κεφάλι μου γαμώ; Ας κάνω ένα μεγάλο λάθος, γαμώ την πουτάνα μου» μονολογεί.
Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος, τελειότερος ηθοποιός για αυτόν τον ρόλο από τον Γιώργο Νινιό. Δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας. Ίσως ο ρόλος αυτός σημαδέψει και ολόκληρη την μέχρι τώρα καριέρα του.
«Βραδιάζει πάλι σήμερα, βραδιάζει, και έρχεται η ώρα η δικιά μου, αυτή που σαν πουκάμισο ταιριάζει με την μελαγχολία της καρδιάς μου. Βραδιάζει». Τραγουδά. Η φωνή του καταπληκτική καθώς και η ερμηνεία των τραγουδιών.
Η σκηνοθεσία του Φώτη Μακρή γρήγορη και ατμοσφαιρική. Και το video με την συνέντευξη του Λευτέρη, πολύ ευρηματικό.
Τα σκηνικά του Διονύση Μανουσάκη πολύ πετυχημένα και όμορφα σε μεταφέρουν σε προηγούμενες δεκαετίες. Και οι δύο κυρίες της παράστασης η Στέλλα Κρούσκα και η Μαρία Κατσούλη, πολύ φυσικές στους ρόλους τους άνετες, και πολύ καλές φωνές. Την παράσταση όμως κλέβει ο Γιώργος Νινιός. Σαρωτική η σκηνική του παρουσία και όπως προανέφερα δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας. «Εμένα δεν με μαντρώνει το κελί, ο εαυτός μου με μαντρώνει», φωνάζει. Το έργο κλείνει με ένα άλλο επίσης γνωστό τραγούδι το «άσπρο πουκάμισο φορώ, και μαύρο θα το βάψω».
Και μετά το τέλος της παράστασης ένα λαϊκό πάλκο, από τα όμορφα της δεκαετίας του 1970, στήνεται επί σκηνής και ένα γλέντι ακολουθεί, με αθάνατα, υπέροχα λαϊκά τραγούδια. Και το κέφι ανάβει.
Η μουσική και το τραγούδι της παράστασης είναι επίσης του Γιώργου Νινιού.
Όλοι οι θεατές τραγουδούν και κατά την διάρκεια της παράστασης και φυσικά κατά την διάρκεια του γλεντιού. Δεν είναι τυχαίο ο γεγονός ότι το έργο παίζεται για δεύτερη χρονιά, με ουρές θεατών να κλείνουν το πεζοδρόμιο της οδού Μαυρομιχάλη!