Βασίλης Ανδρέου – Συνέντευξη στο Theater Project 365
Συνέντευξη, βίντεο και φωτογραφίες: Λουκία Μητσάκου
Συναντηθήκαμε με τον Βασίλη Ανδρέου στον Πεδίον του Άρεως, στη γειτονιά του, σε μία περιοχή που τη νιώθει πολύ δική του. Φέτος πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Πέρυσι τον απολαύσαμε στο “Berlin Alexanderplatz’’ στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού και το καλοκαίρι στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών με την παράσταση «Καζανόβα/Δον Ζουάν Ερωτική περιπλάνηση» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Ο Βασίλης Ανδρέου είναι ένας άνθρωπος φωτεινός και ζεστός, ένας ηθοποιός που πάντα μας εντυπωσιάζει, ένας δάσκαλος που οι μαθητές του τον εκτιμούν πολύ. Με ξενάγησε στο Πεδίον του Άρεως, περπατήσαμε και μιλήσαμε για την παράσταση που πρωταγωνιστεί φέτος, για τον Στάθη Λιβαθινό, για τους μαθητές του. Δεν μείναμε, όμως, εκεί. Στην κουβέντα μας βρήκαν τη θέση τους πολλά θέματα: Μιλήσαμε για υπαρξιακούς φόβους, για τη μοίρα και την ελεύθερη βούληση, για την αξία της ζωής και τις μικρές καθημερινές εικόνες που μας δίνουν χαρά, για μεγάλα όνειρα.
Φέτος πρωταγωνιστείς στην παράσταση «Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ υπό την σκηνοθετική καθοδήγηση του Στάθη Λιβαθινού. Για ποιο θέμα μιλάει η παράσταση;
Η παράσταση μιλάει για το πώς ένας άνθρωπος χωρίς εξαιρετικές γνώσεις, χωρίς έντονες πολιτικές πεποιθήσεις, χωρίς δύσκολες υποχρεώσεις στη ζωή, ένας άνθρωπος σε μια κανονική ζωή καλείται να υπηρετήσει ένα μεγάλο σχέδιο των κυβερνώντων. Αυτός ο άνθρωπος μπαίνει σε αυτή την μηχανή και την ακολουθεί γιατί δεν μπορεί να πει «όχι» στο κράτος και στην εξουσία και συνθλίβεται. Το έχουμε όλοι αυτό, δεν λέμε συχνά «όχι». Αν με καλέσουν απόψε το βράδυ στο Μαξίμου, δεν θα πω «όχι». Θα πω: «Έρχομαι». Αν φτάσω εκεί και επιλέξω να φύγω ή αν πάω στα υπόγεια του Μεγάρου είναι δική μου επιλογή. Το θέμα που θέτει το έργο είναι κατά πόσον, όμως, συνιστά επιλογή το να αρνηθεί ο τρομοκρατημένος άνθρωπος και να πει «όχι». Μιλάμε για τον τρόμο των ανθρώπων μπροστά στην εξουσία και όχι ανθρώπων όπως ο Άμλετ αλλά δύο ανθρώπων που ξεκίνησαν από το σπιτάκι τους, με τις βαλιτσούλες τους να πάνε μια εκδρομή στο άγνωστο. Ο τρόμος μπροστά στη δύναμη του άλλου είναι ένα σημαντικό θέμα και είναι κάτι πολύ σύγχρονο. Στο τέλος οι πρωταγωνιστές λένε: «Θα μπορούσαμε να πούμε όχι». Δεν θα μπορούσαν, όμως. Δεν το λες εύκολα το «όχι». Ο Ροζ και ο Γκιλ μπήκαν σε αυτή την διαδικασία και σαν ινδικά χοιρίδια φαγώθηκαν ή γυρνάνε ακόμα αενάως εγκλωβισμένοι – γιατί κι αυτό θάνατος είναι.
Μίλησέ μας λίγο για τον Ρόζενκραντζ, τον χαρακτήρα που υποδύεσαι. Τι αγαπάς περισσότερο σε αυτόν τον ήρωα;
Το όνομα του Ρόζενκραντζ σημαίνει «στεφάνι από λουλούδια» ενώ το όνομα του Γκίλντενστερν «χρυσό στέμμα». Ο Ρόζενκραντζ είναι ένας άνθρωπος κυκλοθυμικός, με τάση προς το φως και την ίδια ώρα στις τρεις μέρες από τις εφτά θα πει κάτι σκοτεινό, κάτι για το μέλλον. Προσπαθεί να είναι αισιόδοξος. Έχει, όμως, αυτό το στοιχείο του πανικόβλητου ανθρώπου. Θέλει να είναι στο φως, γιατί τον τρομάζει η γνώση. Και αυτό επειδή έχει ενσυναίσθηση. Ξέρει πού πάνε τα πράγματα, το νιώθει και τα αποφεύγει – ενώ ο Γκίλντενστερν δεν τα αποφεύγει. Ο Ρόζενκραντζ ξέρει πως είναι καμωμένος από υλικά που του επιτρέπουν να μπορεί να βρει την αλήθεια και την τρέμει και λέει: «Όλα καλά. Είμαστε εντάξει». Είναι ένα πανικόβλητο φως σαν αυτό του καλοκαιριού που μπαίνει απότομα και μας τυφλώνει. Τον αγαπώ επειδή είναι αληθινός. Πόσες φορές δεν λέμε «Όλα θα πάνε καλά» και μετά αντιδρούμε και ξεσπάμε το βράδυ ή έχουμε εφιάλτες. Αλλά την άλλη μέρα λέμε ξανά «Όλα θα πάνε καλά». Και αναρωτιέσαι: «Αυτός ο άνθρωπος πότε θα σπάσει»;
Είναι υπαρξιακός τρόμος;
Ναι, από εκεί ξεκινάει. Σου έτυχε ποτέ να έχεις μια ελαφριά κατάθλιψη (όχι κλινική) και να λες «από πού προέρχεται αυτό»; Ενώ είμαι καλά με βιδώνει ο φόβος μην χάσω την μάνα μου, μην χάσω τους γονείς μου. Είναι μικροί υπαρξιακοί φόβοι. Τι θα κάνουμε με τα παιδιά που δεν έρχονται, με την καριέρα που δεν έρχεται. Αυτός είναι υπαρξιακός τρόμος, γιατί υπάρχουμε μέσα από τη δουλειά μας, μέσα από τον έρωτα, μέσα από την οικογένεια. Φυσικά και είναι τρόμος η ανεργία και θεωρείται υπαρξιακή αγωνία. Θεωρώ απίστευτο τρόμο το να χάσεις τους γονείς σου και να μείνεις μόνος, κυρίως όταν δεν έχεις φτιάξει οικογένεια εσύ για να πάει αλλού το ενδιαφέρον.
Και είναι αυτά τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητά σου και τον τρόπο που βλέπεις τον εαυτό σου.
Έτσι είναι. Και τον τρόπο που βλέπω τα παιδιά μου όταν διδάσκω. Δεν έχω παιδιά. Βλέπω το μέλλον στα παιδιά και προσπαθώ να εμπιστευθώ τη δύναμη της νιότης, γιατί ξέρω ότι κι αυτοί έχουν τρόμο.
Η παράσταση μιλάει, μεταξύ άλλων, και για τη μοίρα και το αναπόφευκτο. Εσύ πιστεύεις στην μοίρα από την οποία, ό,τι κι αν κάνουμε δεν μπορούμε να ξεφύγουμε; Πιστεύεις ότι ακολουθούμε, δηλαδή, την διαδρομή που ήταν γραφτό να ακολουθήσουμε ή πιστεύεις περισσότερο στην ελεύθερη βούληση, όπου εμείς οι ίδιοι καθορίζουμε την διαδρομή μας;
Δεν θα σου πω κάτι θέσφατο. Θα δω τη ζωή μου. Κάποια πράγματα ήταν μοιραία και κάποια ήταν θέμα ελεύθερης βούλησης. Κάποια εξακολουθούν να είναι θέμα ελεύθερης βούλησης, γιατί αν κάτι δεν έχω πετύχει στη ζωή μου σε κάποιον τομέα, ξέρω πως δεν είναι θέμα μοίρας. Εγώ δεν το κάνω να πετύχει. Εγώ είμαι που δεν κινώ τα πράγματα για να… Οπότε λες «μοιραίο» κάτι καθαρά DNAικό, όπως: «Μοιάζω στη μάνα μου, μοιάζω στον πατέρα μου. Μοιραία οδηγούμαι κι εγώ σε αυτές τις αντιδράσεις».
Ο χαρακτήρας μας είναι η μοίρα μας, δηλαδή.
Μπράβο. Ο χαρακτήρας μας είναι η μοίρα μας. Ως εκεί. Ήταν μοιραίο να συναντήσω κάποιους ανθρώπους; Πάλι δεν ήταν μόνο μοιραίο. Ήταν η βούλησή μου να τους επεξεργαστώ και να τους διώξω ή να τους κρατήσω στη ζωή μου. Πιστεύω πολύ στη βούληση. Και στο λέω τώρα που βλέπω πως κάποια πράγματα είναι επειδή εγώ δεν κινώ τον εαυτό μου να τα κάνει, γιατί αν τα έκανα θα γινόντουσαν. Άρα, μην κλαιγόμαστε για τη μοίρα. Υπάρχουν πράγματα που εμείς οι ίδιοι δεν τα προχωράμε. Είμαι σίγουρος για αυτό. Έχω κάτι που δεν το προχωράω, για παράδειγμα, γιατί το φοβάμαι, γιατί έχω βολευτεί. Αλλά ο χαρακτήρας μας είναι η μοίρα μας. Και η μοίρα μας ο χαρακτήρας μας. Τα τρίδυμα της ανιψιάς μου, για παράδειγμα, είναι καμωμένα από τώρα και είναι οι χαρακτήρες τους τρεις διαφορετικοί, αυτός είναι ο δρόμος τους. Δείχνει η μοίρα ένα μερίδιο, δείχνει μία μοίρα της μοίρας.
Σε αυτή την ίδια νότα, νιώθεις πως επέλεξες το θέατρο ή σε επέλεξε αυτό;
Το επέλεξα. Σπούδασα παιδαγωγικά στα 18 και έκανα έξι χρόνια να κάνω θέατρο, στα 24 μου. Σημαίνει ότι το επέλεξα. Υπήρχαν κάποιες δυναμικές αλλά εγώ προτίμησα να σπουδάσω παιδαγωγικά, γιατί φοβόμουν. Άρα, αν με επέλεγε, θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Θυμάμαι ήμασταν με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και στο σχολείο κάναμε θέατρο. Ο Αλκίνοος έδωσε στο Εθνικό, πέρασε. Εγώ ακόμα έλεγα «μην δώσω, γιατί είμαι ο χειρότερος του κόσμου». Επέλεξα συνειδητά, αφού σπούδασα δάσκαλος, να πάρω τα πραγματάκια μου από την Κύπρο και να έρθω εδώ να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό που με απέρριψε, στο Τέχνης που με απέρριψε, έλεγα «να σκουπίζω τις σκάλες του Θεάτρου Τέχνης αν με πάρετε», με απέρριψαν. Τότε λέω στον Γιώργο Δάμπαση: «Άνοιξε σχολή Κιμούλης-Καζάκος, πάμε να μπούμε». Και μπήκαμε στην πρώτη χρονιά της σχολής του μακαρίτη του δασκάλου μου του Καζάκου που άνοιξε με τον Κιμούλη. Και στη σχολή γνωρίσαμε τον Στάθη Λιβαθινό και έτσι έγινε η ζωή μου απίστευτα όμορφη από τότε. Επέλεξα να έρθω στα 24 εδώ και να μπω σε αυτή τη δοκιμασία. Αν με επέλεγε, θα ήμουν συνειδητοποιημένος από τα 18 μου. Δεν με επέλεξε. Έκανα κόπο και το επέλεξα. Δεν μπορούμε να λέμε πως μας επέλεξε κάτι που για πολλά χρόνια το αφήναμε πίσω και το φοβόμασταν. Κάναμε κόπο να το ξεφοβηθούμε και να το επιλέξουμε.
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν ψάχνουν για νόημα σε έναν χαοτικό κόσμο. Αυτή την αίσθηση έχω εγώ από την παράσταση. Ισχύει αυτό;
Ναι, αυτό είναι που λες και αυτή μάλιστα ήταν η άμεση οδηγία του Στάθη (Λιβαθινού). Ο Ροζ και ο Γκιλ όταν μιλούν για μία κατεύθυνση, αμφιβάλλουν. Λένε για ένα φαί, πάλι αμφιβάλλουν. Λένε για τον καιρό, πάλι αμφιβάλλουν. Είναι όλα χαοτικά και όταν βρίσκεσαι μικρός μπροστά σε τέρατα, ή όπως μας έλεγε ο σκηνοθέτης «τα βατράχια απέναντι στα βουβάλια», τότε αμφιβάλλεις και για το όνομά σου. Σου λέει η πολιτική εξουσία: «Όνομα: Βασίλης Ανδριανόπουλος». «Όχι, Ανδρέου λέγομαι», λες εσύ. «Ανδριανόπουλος είναι, κύριε», σου απαντούν και αυτό γιατί το έγραψε βιαστικά μια γραμματέας κάποιου. Ο Ροζ και ο Γκιλ δεν ισορροπούν όχι επειδή δεν θέλουν αλλά επειδή δεν είναι ευαίσθητος ο κόσμος γύρω τους. Είναι σκληρός ο κόσμος τους. Από τη μία, αυτοί οι δύο άνθρωποι που παλεύουν να ξεμοναχιάσουν τον Άμλετ και από την άλλη, η Γερτρούδη, ο Κλαύδιος και ο Πολώνιος ασχολούνται με το ποιο είναι το πρόβλημά του για να τον εκμεταλλευτούν και τους βάζουν μέσα στο πρόβλημα. Δεν πρόκειται για ευαίσθητους ανθρώπους που σου ζητούν τις υπηρεσίες σου. Υποσυνείδητα το νιώθεις πως θέλουν να σε χρησιμοποιήσουν, εσύ ξέρεις πως δεν μπορείς να πεις «όχι» και χάνεσαι. Αυτό ονομάζουμε χάος.
Εσύ τι νόημα έχεις βρει στον δικό μας χαοτικό κόσμο;
Τώρα όπως είμαστε εδώ και κοιτάμε αυτή την φύση και τα δέντρα, τον άνθρωπο που έχει βγάλει τα παπούτσια του και σπρώχνει μία μπάλα, έναν φίλο που πέρασε με τα δίδυμα πριν λίγο από εδώ, τα παιδιά που δίδαξα και μόλις φύγανε και κατηφόριζαν τον δρόμο και που τα είδες και εσύ που έφευγαν, μία τορτίγια με αβοκάντο και αυγό που μοιραστήκαμε, μια εν δυνάμει φιλία που μπορεί να ξεκινήσει, μια επιλογή ο κύριος εκεί να πει μία κουβέντα στο παιδί του παραπάνω από το «Είσαι καλά; Φάε». Και βέβαια μπορούμε να κάνουμε με επεμβάσεις έναν κόσμο χαοτικό να μοιάζει έστω για λίγα λεπτά πολύ ωραίος. Προσπαθώ να κάνω διαλείμματα επισήμανσης κάποιων στιγμών. Δεν το πετυχαίνω πάντα. Μέσα στο άγχος είμαι κι εγώ. Είναι, όμως, αυτές οι μικρές στιγμές. Η παρατηρητικότητα μάς βοηθάει να πιστέψουμε ότι δεν είναι χαώδης ο κόσμος. Χτίζω με την παρατήρησή μου τις οπτικές γωνίες που θέλω να παρατηρήσω. Θα το χτίσω εγώ και αν δεν βλέπω κάτι, γυρνάω αλλού το φακό. Από τη φιλοσοφία μάθαμε για το χάος. Άρα, πρέπει να το αποδεχθείς, να το αναγνωρίσεις, να το αντέξεις και από εκεί να δημιουργήσεις. Πρέπει να είναι κάτι εκτός τάξης για να συνειδητοποιήσεις την τάξη. Με βοήθησε αυτό που με ρώτησες και η απάντηση είναι: μικρές μερίδες. Ένας μπαμπάς που κουβαλάει την τσάντα του παιδιού του από το σχολείο που προσπαθεί να μην το ζορίσει πολύ στην πλάτη. Βρίσκουμε εικόνες. Μπορούμε. Προσπαθώ να τα πω κι εγώ για να τα πιστέψω.
Οι δύο ήρωες ρίχνουν συχνά κορώνα γράμματα ένα νόμισμα. Σου έχει συμβεί ποτέ να τυχαίνεις συνέχεια κορώνα κορώνα κορώνα;
Υπήρξαν στιγμές που για δέκα χρόνια δεν βρισκόταν μια λύση σε ένα οικογενειακό πρόβλημα. Δεν ηρεμούσε αυτό το θέμα. Αυτά τα δέκα χρόνια που εμένα μου φαινόταν σαν να πετυχαίνω συνέχεια κορώνα κορώνα κορώνα, έτσι ήταν πράγματι. Ήταν μαζεμένο για πολύ καιρό ένα άλυτο κουβάρι. Σε όλους μας έχει συμβεί. Δεν μου έτυχε στην καριέρα μου, όμως. Και θέλω να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Στάθη Λιβαθινό. Το λέω με όλη μου την γενναιοδωρία, γιατί εγώ μπήκα στη σχολή το 1995 και τελείωσα το 1999. Από το 1999 μέχρι το 2024, 28 χρόνια μαζί του δεν έχω κάτσει ούτε μία μέρα. Και αυτό για εμένα είναι πολύ σημαντικό, γιατί δεν είχα αυτό το κορώνα κορώνα κορώνα. Είχα τύχη τύχη τύχη τύχη τύχη, που είτε κορώνα είτε γράμματα, ανάλογα με το τι πόνταρα, ερχόταν αυτό που πόνταρα.
Συνεργάζεσαι πολλά χρόνια με τον Στάθη Λιβαθινό. Θεωρείς πως είναι σημαντικό να γνωρίζει τόσο καλά και τόσο ουσιαστικά ο σκηνοθέτης τον ηθοποιό και ο ηθοποιός τον σκηνοθέτη;
Όχι απόλυτα, γιατί έτσι θα αναιρέσουμε τις σεζόν, όπου ένας σκηνοθέτης εργάζεται με έναν ηθοποιό για μία μόνο σεζόν και μετά τέλος. Το ότι υπάρχουν κάποια ensemble και κάποιες ομάδες, όμως, δεν πρέπει να μας φαίνεται τρομακτικό ή να θεωρούμε ότι είναι μία σέκτα ή μια άλλη κουστωδία πραγμάτων. Είναι απλώς ένας άλλος κώδικας που για κάποια χρόνια κάποιοι αναζητούν αυτή την συνεννόηση, γιατί μπορεί να τους ενοχλεί το να μην συνεννοούνται ή μπορεί να τους ενοχλεί να λένε ψέμματα ότι συνεννοούνται και να μην συνεννοούνται στ’ αλήθεια. Εγώ δεν το ήθελα αυτό.
Με ποιους άλλους σκηνοθέτες έχεις συνεργαστεί και ήταν μία απολαυστική συνεργασία;
Εκτιμώ πολύ την Λίλλυ Μελεμέ, την Κατερίνα Ευαγγελάτου, την Μάρθα Φριντζήλα, την Ρούλα Πατεράκη, τον Έρικ Στούμπε, τον Ντιμίτερ Γκότσεφ. Εκτιμώ πολλούς σκηνοθέτες με τους οποίους έχω δουλέψει και πολλούς θεατρανθρώπους που έχω γνωρίσει. Θεωρώ, όμως, ότι είναι ένα δώρο να έρχεται αυτός ο σκηνοθέτης (ο Στάθης Λιβαθινός) και να λέει πως: «Το Ροζ και Γκιλ το κάνω γιατί υπάρχετε εσείς Βασίλη και Νίκο». Τον ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Σε κάποιο άλλο θέατρο μπορεί να μην μου έδιναν ρόλους, γιατί είναι αποτέλεσμα της γνωριμίας. Δεν φταίει ο άλλος που δεν με γνωρίζει και δεν θα μου δώσει τον πρώτο ρόλο. Ενώ με τον δικό μου σκηνοθέτη που γνωριστήκαμε, έβγαλε κάτι αυτή η συνεργασία: όχι μόνο πρώτους ρόλους για εμένα, όπως είναι Ο «Ηλίθιος», ο «Τίμωνας», ο «Ροβεσπιέρος», ο «Πρίαμος», ο «Λόρδος Βύρων» αλλά και σπουδαίες παραστάσεις που μπορεί να μην ήμουν ο πρώτος ρόλος αλλά τις χάρηκα και τις λάτρευα. Ο καθένας πρέπει να είναι ευτυχισμένος με εκείνα που μπορεί. Μπορεί να κάνει τηλεόραση και καθημερινά να παίζει στο θέατρο το βράδυ; Τον θαυμάζω. Μπορεί να κάνει επιλεκτικές συγγένειες και να δουλεύει με διαφορετικούς σκηνοθέτες γιατί τον ιντριγκάρει αυτό; Τέλειο. Θέλει λίγο να είναι σίγουρος ότι θα κατανοεί ο άλλος την ανάγκη του για κάποια πράγματα, γιατί είναι ένας άνθρωπος που δεν θέλει να λέει «ναι» συνεχώς χωρίς να νιώθει βαθιά εμπιστοσύνη; Γιατί να σου πω και μια αλήθεια; Δεν πάμε εκεί που πάει η καρδιά μας πάντα. Είναι και πώς μας έρχονται τα πράγματα. Αν με ζητάει καθημερινά πολύς κόσμος, θα δουλέψω με πολλούς. Επειδή γνωρίζουν, όμως, πως είσαι σε μια ομάδα, είναι γεγονός πως μπορεί να μην σε προσκαλούν συνεχώς για να μην προσβάλλουν τη δουλειά σου ή γιατί θεωρούν ότι δεν θα είσαι διαθέσιμος.
Έχεις γράψει και τον στίχο των τραγουδιών για παραστάσεις όπως «η Αρκούδα» του Άντον Τσέχωφ και το «Ελάτε να πιούμε έναν καφέ…» του Πιέρο Κιάρα και οι δύο σε σκηνοθεσία Νίκου Καρδώνη. Τι σου αρέσει περισσότερο σε αυτή τη δημιουργική διαδικασία συγγραφής στίχων;
Έγραφα πάντα στίχους. Μετά σταμάτησα. Μετά ξαναξύπνησε όλο αυτό και έγραψα. Σαν να του ήρθε ένα μαγικό πράγμα του Νίκου που ήξερε ότι γράφω και έτσι ξαναέγραψα. Δεν γράφω πια τίποτα μόνος μου. Αν σκαρφιστώ μόνο κάτι στο Ίντερνετ, γιατί η σχέση μου με το Ίντερνετ αποφάσισα να είναι πάντα φωτεινή. Δηλαδή, αποφάσισα οι αναρτήσεις μου να είναι φίλοι, να είναι χρώματα. Δεν με ενδιαφέρει να συζητήσω κανένα πολιτικό σχόλιο και ας φαίνομαι απολιτίκ, δεν πειράζει. Οι αναρτήσεις μου μπορεί να είναι ένα ωραίο φαί που έφαγα, κάποια ωραία λουλούδια, κάπου που πήγα να κάτσω και ήθελα να το μοιραστώ. Υπάρχει και αυτό το λεγόμενο μοίρασμα και αυτοί οι χιλιάδες φίλοι που έχουμε μπορεί να κερδίσουν και από εκεί κάτι, όπως για παράδειγμα την διάθεσή σου για όμορφη ζωή. Εμένα μου αρέσει να ανεβάζω αναμνήσεις από παραστάσεις, να θυμάμαι όμορφες εικόνες, να τιμώ ανθρώπους. Έτσι νιώθω. Αυτό το μέσο μου αρέσει έτσι σαν ένα άλμπουμ. Και την ίδια ώρα, ξέρεις και πόσο μπορείς να χαθείς μέσα σε αυτό και προσέχεις.
Διδάσκεις θέατρο εδώ και πολλά χρόνια. Πότε ξεκίνησες;
Διδάσκω από το 2010. Ευχαριστώ πάρα πολύ τη Δήμητρα Χατούπη που με υποδέχτηκε στη σχολή Δήλος, όπου δίδαξα από το 2010 μέχρι το 2022. Αυτά τα 12 χρόνια ήταν από τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου και πάντα οφείλω να λέω ευχαριστώ σε έναν άνθρωπο που με εμπιστεύτηκε πάρα πολύ και μου χάραξε τον μισό διδασκαλικό μου δρόμο εκεί. Ευχαριστώ και τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, που δουλεύω στο Ωδείο Αθηνών από το 2013 μέχρι και τώρα. Ευχαριστώ και όλους τους μαθητές που με εμπιστεύονται για να λειτουργώ εγώ. Οφείλουμε να λέμε ευχαριστώ σε ανθρώπους που πραγματικά μας εμπιστεύθηκαν και νιώσαμε για καιρό το βλέμμα της αγάπης τους πάνω μας.
Τι αγαπάς περισσότερο στο να διδάσκεις υποκριτική; Τι αγαπάς περισσότερο σε αυτή την επαφή με τα παιδιά και στην όλη διαδικασία;
Μου αρέσει να βοηθάω, έχω το πάθος του προπονητή. Χαίρομαι όταν βλέπω κάποιον να προοδεύει. Με συναρπάζει όταν νιώθω ότι του βρήκα τη λύση στο πρόβλημά του, ότι ανακάλυψα κάτι. Είναι ένα τρελό πάρτυ με πτώση και ανάσταση. Μου αρέσει να προπονώ ανθρώπους. Το κάνω επειδή έρχεται πίσω ένα κύμα χαράς ότι αυτός ο άνθρωπος βρήκε πού να πατήσει ή ένα κύμα λύπης όταν τον έκανα να χαθεί, όταν δεν του έδωσα σωστή κατεύθυνση, όταν τον πίεσα συναισθηματικά. Όλοι οι προπονητές κάνουμε λάθη αλλά ποτέ δεν γίνεται για να πεις «Είμαι ένας μεγάλος δάσκαλος». Μοίρασμα είναι. Το κάνω με τρελή χαρά για να βλέπω την πρόοδο και έχω πλέον την δική μου «κουζίνα» ασκήσεων. Παλιά, πάλευα να δουλέψω και τους χαρακτήρες των μαθητών αλλά δεν είναι δουλειά μου. Δεν υπάρχει λόγος να δουλέψω τους χαρακτήρες των παιδιών, άλλαξαν οι καιροί. Μόνος του θα βρει κάποιος τον δρόμο του αν είναι εγωιστής, αν είναι ζηλόφθονος, αν είναι ένα κακοπροαίρετο παιδί. Εγώ θα τον διορθώσω; Γιατί σάμπως εγώ διορθώθηκα; Όμως κάνω ό,τι μπορώ για να μην είμαι αυτά τα τρία χαρακτηριστικά. Πρέπει να κάνεις πίσω κάποιες στιγμές και να πεις πως δεν επεμβαίνεις στον χαρακτήρα των παιδιών. Αν είμαστε ταπεινοί και κάνουμε απολογισμό, είναι ωραίο να τους δεις να ψάχνουν μόνοι τους το πώς θα υπάρχουν στο επάγγελμα και μαζί να δουλεύουμε τις τεχνικές τους και την υποκριτική τους. Κάποιες φορές οι μαθητές σού λένε: «Μην μου λες τα κακά του θεάτρου, πες μου μόνο τα καλά. Μην μου το πεις πριν το δω. Μην με προειδοποιήσεις». Αυτό είναι από τις μεγάλες εξομολογήσεις που σου κάνω. Πραγματικά, λειτουργούμε συχνά απέναντι στα παιδιά με σκοπό να τους ανοίξουμε το δρόμο. Όμως, ας μην τους χαλάσουμε την μαγεία ακόμα. Δεν υπάρχει λόγος. Η νέα γενιά είναι έξυπνη, θα καταλάβει. Αυτή είναι μια πρόοδος που έχω κάνει.
Ποιο θεατρικό έργο θα ήθελες πολύ να σκηνοθετήσεις στο μέλλον;
Τη σκηνοθεσία την αφήνουμε πια, δεν θέλω τίποτα.
Δεν σου λείπει, δηλαδή;
Δεν μου λείπει καθόλου. Δεν σκηνοθετώ, γιατί είναι μεγάλο ταλέντο να σκηνοθετείς γιατί έχεις πολλές έγνοιες: Να είσαι δίκαιος με τους ηθοποιούς, να διεκδικείς στην ώρα τους κάποια πράγματα, να μην κάνεις εκπτώσεις και να έχεις και τον χρόνο για την πρόβα σου. Το να σκηνοθετείς απαιτεί γνώση, πολυεπίπεδη μόρφωση, κοινωνικοπολιτική συνείδηση, τεχνικές της υποκριτικής, παιδαγωγική και μεταδοτικότητα. Ένα ταξίδι στην ιστορία της τέχνης, μουσικής, ζωγραφικής, κινηματογράφου και όλα αυτά με ανεπιτήδευτο τρόπο και παραγωγικό να οδηγούν στο θεατρικό γεγονός. Με τα χρόνια εγώ κατάλαβα πως οι τομείς της παιδαγωγικής, της διδασκαλίας και της υποκριτικής είναι οι αγαπημένοι μου και ότι ο τομέας της σκηνοθεσίας μοιάζει δύσκολα σοβαρός. Γι’ αυτό αν σκηνοθετούσα, θα σκηνοθετούσα μια παράσταση με όλους τους ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή μου και δεν τους έχω μιλήσει πολύ: τη γιαγιά μου, τον παππού μου και τον πατέρα μου. Ένα έργο που ο ηθοποιός θα καλέσει αυτούς που έφυγαν σε ένα ωραίο δείπνο και θα ξέρει πως αυτό που θα παίξει εκείνη την ώρα θα είναι απογυμνωμένο και θα έρθουν και άλλοι πολλοί φίλοι να δουν και να πάρουν ένα χέρι βοήθειας για το τι σημαίνει να μιλήσω στη ρίζα μου, τη γιαγιά, στον πατέρα, στον παππού. Και να φύγει και να πει: «Θα το κάνω κι εγώ σήμερα αυτό». Γιατί υπάρχει και αυτό το θέατρο που δεν απαιτεί σκηνοθεσία αλλά απαιτεί να νιώσεις πως έκανες μια διαφανή, ορμητική ενέργεια. Γιατί μεστώνεις από τα έργα καμιά φορά και νιώθεις και ματαιόδοξος. Επειδή τα έργα λένε μεγάλα νοήματα, ο κόσμος πιστεύει πως τα ζούμε και εμείς ως ηθοποιοί. Τα μεγάλα νοήματα που λέω στο Ροζ και Γκιλ, ο κόσμος μπορεί να πιστεύει ότι τα ζω κι εγώ. Δεν είναι έτσι. Στη σκηνή μεταφέρουμε λόγια ανθρώπων. Για παίξε, όμως, τη ζωή σου. Για γίνε διάφανος στο επάγγελμά σου, στη ζωή σου, στους άλλους. Εγώ αυτό παλεύω και αυτό είναι ο καλύτερος ρόλος που θέλω να παίξω στη ζωή μου: να είμαι χρήσιμος στον εαυτό μου και στους άλλους. Και αν αυτό σημαίνει πως η παράσταση που θα κάνω θα είναι τελείως εξομολογητική, τότε με μεγάλη μου χαρά.
Τι σε κάνει να γελάς;
Ο Νίκος (Καρδώνης) με κάνει πάρα πολύ να γελάω, που είμαστε φίλοι 23 χρόνια. Με κάνουν να γελάω πολύ οι μαθητές μου. Όταν είμαι μόνος μου και βλέπω κάτι χιουμοριστικά βιντεάκια στο Ίντερνετ και γελάω και ακούω το γέλιο μου μέσα στο σπίτι και λέω «Θα με ακούσει και η γειτόνισσα», εκεί γελάω αυθεντικά.
Αν σε έβλεπε σήμερα ο 10χρονος Βασίλης, για ποιους λόγους θα ένιωθε περήφανος για εσένα;
Ο 10χρονος Βασίλης φοβόταν πάρα πολύ. Ήταν ένα πολύ φοβισμένο αγοράκι. Θα ήταν περήφανος γιατί θα έβλεπε πού μπορώ να φτάσω, εννοώ αρνητικά, κι όμως ποτέ δεν το κάνω. Δηλαδή, ο Βασίλης θα μπορούσε να διοικεί, να αναμιγνύεται, να επιμένει, να επιτίθεται ανηλεώς και εκδικητικά, να καβαλήσει το καλάμι. Ο 10χρονος Βασίλης θα ήταν περήφανος που δεν έχω ένα ανοιχτό μέτωπο, που δεν έχω ανθρώπους που να μην θέλω να τους δω στη ζωή μου. Αυτό το παιδί θα έβλεπε πως στην παλέτα των επιλογών σκληρότητας, εγωισμού, ματαιοδοξίας, καριερίστα, κακής συμπεριφοράς και δεύτερης σκέψης ότι αυτά ο πενηντάχρονος εαυτός του δεν τα επιλέγει στα χρώματα, επιλέγει διαβαθμίσεις. Αυτό μπορώ να σου πω ειλικρινά. Όχι ότι θα ήταν περήφανος επειδή έχω καταφέρει πολλά. Την ίδια ώρα που είμαι περήφανος για το θέατρο, την ίδια ώρα θα του έλεγα πως κάποια πράγματα δεν τα κατάφερα. Και θα μου έλεγε το 10χρονο: «Πώς δεν τα κατάφερες; Κρίμα». Ένα πολύ μεγάλο κρίμα χωρίς να με ενοχοποιεί θα ήταν «Έλα, μπορείς να κάνεις και κάτι άλλο και δεν το κάνεις. Παραδέξου το». Πάντα προσπαθώ να είμαι ειλικρινής. Γυροφέρνω όπως πολύς κόσμος γύρω από την παλέτα των ακραίων επιλογών: καλό-κακό, όμορφο- άσχημο, πείσμα-ανοχή. Είμαστε ανάμεσα στα δύο μεγάλα άκρα και προσπαθούμε να μην χτυπήσουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Γιατί το ένα είναι τελείως άφεμα, η απόλυτη καλοσύνη , η απόλυτη νιρβάνα, η απόλυτη ηρεμία και το άλλο είναι το απόλυτο κακό που δεν το πιστεύω ούτε αυτό. Γι’ αυτό χαίρομαι που το παιδί αυτό θα έλεγε πως δεν χτύπησα ποτέ να σπάσω το θερμόμετρο.
Σε τι διαφέρει ο Βασίλης σήμερα με τον Βασίλη πριν είκοσι χρόνια;
Ο τριαντάρης Βασίλης μόλις είχε τελειώσει τη σχολή και έπαιζε στις πρώτες δύο παραστάσεις με τον Λιβαθινό και δούλευε σε σχολείο με αυτιστικά παιδιά. Και εύχομαι αυτά που λέω τώρα να βοηθήσουν και άλλους καλλιτέχνες και συναδέρφους να αναγνωρίσουν το μονοπάτι τους. Τι διαφορές έχει ο τριαντάχρονος Βασίλης; Πάλι με παιδιά ήμουν και τότε. Ήμουν ένα παιδί το οποίο πίστεψε σε έναν δάσκαλο και σε μια ομάδα ανθρώπων και αποδείχθηκε σωστό. Δεν με μουτζώνω. Εγώ τελείωσα τη σχολή στα 28 και μέχρι τα 30 είχα το ερώτημα: «Θα μείνω στην Ελλάδα ή θα γυρίσω πίσω στην Κύπρο να πάω στο ΘΟΚ και στην τηλεόραση»; Ο Λιβαθινός πρότεινε να κάνουμε μια ομάδα και να συνεχίσουμε την παράσταση που κάναμε ως δίπλωμα, την Δωδέκατη Νύχτα. Στα 30 έπρεπε να αποφασίσω αν θα μείνω εδώ και εκεί ήταν το θέμα της επιλογής και όχι της μοίρας αλλά και ένας συνδυασμός. Θέμα της μοίρας ίσως αλλά και δική μου επιλογή να πω «ναι» στον Λιβαθινό και δική μου επιλογή να τραβήξω τα μανίκια και να δουλέψω με παιδιά αυτιστικά που τους έκανα θέατρο. Και η τύχη με τη μοίρα και την επιλογή συνδυάστηκαν στα 30 μου και σήμερα ζω πιο πολλά χρόνια εδώ παρά όσα έζησα στον τόπο που γεννήθηκα.
Πώς είναι να συνεργάζεσαι με έναν τόσο στενό σου φίλο, τον Νίκο Καρδώνη;
Ο Νίκος είναι ο κολλητός μου. Δεν μπορείς να παίζεις με τον κολλητό σου και ούτε μία στιγμή να μη βγει στις πρόβες αλλά και τώρα κάποιος ανταγωνισμός ή κάποια σκιά. Κι όμως, με αυτή την παράσταση με τον Νίκο βάλαμε τη σφραγίδα στη σχέση μας. Δοκιμαστήκαμε χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Αυτό για εμένα είναι η επαλήθευση της φιλίας. Σημαίνει ότι αυτός ο άνθρωπος είναι δικός μου, είμαι δικός του. Με υποχωρήσεις, με υπομονή, γνωρίζοντας ο ένας τα χούγια του άλλου, απόλυτα ειλικρινείς ο ένας με τον άλλον. Είναι από τις πιο διαφανείς σχέσεις που έχω ο Νίκος και η Σοφία Καστρισίου. Δύο φίλους έχω εδώ και τους κουμπάρους μου: τον Γιώργο Μακρή και τον Μιχάλη Οικονόμου, που τους βάφτισα το Νικηφόρο. Και την οικογένειά μου που προέκυψε από τους Αιολείς: την Φαίδρα Παπανικολάου, τον Γιώργο Μακρή και την Νατάσα Σφενδυλάκη. Με τον Νίκο Καρδώνη είμαστε και οι δύο δυναμικοί και εκδηλωτικοί άνθρωποι και είμαστε τόσο μονοιασμένοι.
Όλοι έχουμε τρελά όνειρα που μπορεί να μοιάζουν ακόμα και άπιαστα, μπορεί να μην τα λέμε δυνατά ή να μην είναι καν συνειδητά. Μιλάς ανοιχτά για το πιο τρελό σου όνειρο ή προτιμάς να το κρατάς για τον εαυτό σου;
Θα σου μιλήσω ανοιχτά. Να βρεθεί μια ταινία, ένα θέμα που να μπορώ να το κάνω πολύ καλά, γιατί λατρεύω και τον κινηματογράφο. Μακάρι να παρουσιαστεί κάτι που να μου πουν: «Μόνο εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό», να πάρω και το χτύπημα στην πλάτη. Το ίδιο ισχύει και για την τηλεόραση. Μην νομίζεις πως είμαι σνομπ, καθόλου. Αν μου χτυπήσει κάποιος την πλάτη και μου πει: «Αυτό που γράψαμε είναι για εσένα» με την έννοια ότι «πιστεύουμε ότι μπορείς να το κάνεις», θα το κάνω. Φυσικά και είναι τρελά όνειρα. Μην νομίζεις πως λέω: «Ας μείνω πάντα με έναν μικρό μισθό στο θέατρο και με μικρό κοινό, καλά είμαι». Καθόλου. Με ενδιαφέρει όταν παρουσιαστεί κάτι που μπορώ να το κάνω πολύ καλά, να ανοίξω και εγώ τα φτερά μου με τον τρόπο που μπορώ. Γιατί με τα πολλά χρόνια στο θέατρο, ο ηθοποιός φοβάται να κάνει τηλεόραση μήπως δεν τα κάνει καλά. Άλλο τρελό όνειρο είναι ότι θα ήθελα να παίξω τον Δον Κιχώτη. Είναι στα υλικά μου. Ένας ρόλος, όμως, ακόμα που μπορώ να υπηρετήσω καλά είναι η Δεσποινίδα Μαργαρίτα. Είμαι δάσκαλος και θα ήθελα να κάνω μια μετατροπή της Μαργαρίτας να μην διδάσκει στο Λύκειο αλλά σε Δραματική Σχολή και να κάνω το ον αυτό να απευθύνεται σε καλλιτέχνες, σαν μια αφιέρωση στους συναδέλφους μου και στη δουλειά του θεάτρου. Η Μαργαρίτα είναι ένα όνειρο για εμένα και έχω ακόμα μία μεγάλη ευχή. Θα την πω και ας φανεί μελό: Θέλω ο δάσκαλός μου να είναι γερός και δυνατός, όχι για να εξυπηρετεί εμένα ούτε για να μου κάνει έργα αλλά γιατί είναι ο ίδιος, όπως όταν τον γνώρισα. Θέλω να του δίνει ο Θεός υγεία και χρόνια να χαρεί πολύ το παιχνίδι, έστω και χωρίς εμένα. Γιατί έχω δει έναν άνθρωπο που είναι η ζωή του αυτό και εύχομαι πραγματικά να μπορεί να το κάνει ακατάπαυστα με τρόπο που του αρέσει.
Πώς νιώθεις μετά από αυτή την κουβέντα;
Πολύ όμορφα, πολύ ενδοσκοπικά. Πάντα θέλω να αποφεύγω να λέω στους άλλους τι να κάνουν στις συνεντεύξεις. Είπα τι κάνω εγώ, στο πρώτο πρόσωπο. Είμαι στο χώρο μου, βλέπω ανθρώπους να πίνουν και να διασκεδάζουν με ζώα και παιδάκια και ανάμεσα σε ένα τηλεφώνημα με την οικογένειά μου, σου μίλαγα κιόλας. Πώς να μην νιώθω ωραία; Μια συνέντευξη, κακά τα ψέματα, σε κάνει λίγο να θες να μοιραστείς και τα σκοτάδια σου, να μοιραστείς και όσα είναι κάτω από το χαλί, όχι μόνο τις καλές μας πλευρές αλλά και τις αδυναμίες μας και τις αναθεωρήσεις μας και τα «ευχαριστώ» μας. Πολλές φορές, όταν μου παίρνουν συνέντευξη λέω: «Τώρα αν ήσουν διάσημος και αναγνωρίσιμος παντού, τι θα έλεγες;» και απαντώ «Τα ίδια». Γιατί η αλήθεια είναι αποστομωτική. Τι πάει να πει «σε γνωρίζουν εκατομμύρια»; Πες τα ίδια πράγματα που θα έλεγες με τους δύο χιλιάδες που σε ξέρουν. Αλλάζεις επειδή σε ξέρουν εκατομμύρια; Όταν σε ξέρουν εκατομμύρια πρέπει να μιλήσεις για τους έρωτές σου και όταν σε ξέρουν δύο χιλιάδες να μιλήσεις για το έργο; Μιλάω πάντα για τα έργα που παίζω και πάντα για τις συνιστώσες που με έβγαλαν προς την τέχνη.
————————————————————————-
Ήρωες υπάρχουν και στην πραγματική ζωή. Εγώ που παίζω τους ήρωες στο θέατρο, ας προσπαθήσω να συγγενέψω λίγο και να συσχετιστώ.
«Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί» του Τομ Στόπαρντ – Θέατρο Οδού Κυκλάδων
Ο Βασίλης Ανδρέου στο Facebook
Ο Βασίλης Ανδρέου στο Instagram