«Ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ
Γράφει η Βίβιαν Μητσάκου
Ο Μπέρτολ Μπρεχτ, γερμανικής καταγωγής, είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς του σύγχρονου θεάτρου. Γεννήθηκε το 1898 και πέθανε το 1956. Θεωρείται ο πατέρας του επικού θεάτρου, ενός κινήματος που αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Διδακτικό και διαλεκτικό θέατρο, αποστασιοποίηση, στρατευμένη τέχνη: όλες αυτές οι έννοιες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το όνομα του μεγάλου δραματουργού. Ο Μπρεχτ εμπνεύστηκε από την διαλεκτική του Πλάτωνα για την δημιουργία του επικού θεάτρου.
Ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας δραματουργίας και ίσως απ’ τα σημαντικότερα έργα του Μπέρτολ Μπρεχτ, «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» μας παρουσιάζει η καλλιτεχνική εταιρεία Μυθωδία σε μετάφραση και σκηνοθετική επιμέλεια του Νικορέστη Χανιωτάκη. Το έργο γράφτηκε κατά την περίοδο που ο συγγραφέας βρισκόταν εξόριστος στην Σκανδιναβία (1938-1940). Ο ίδιος ο Μπρεχτ χαρακτηρίζει το έργο του «θεατρική παραβολή».
Η ιστορία έχει ως εξής: Τρεις Θεοί κατέβηκαν στην Γη, ψάχνοντας μέσα στους ανθρώπους να βρουν καλούς ανθρώπους.Την καλοσύνη την βρίσκουν στο πρόσωπο μίας πόρνης στην επαρχία Σετσουάν της Κίνας της Σεν Τε. Για την μεγάλη καλοσύνη της την ανταμείβουν με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Η Σεν Τε με τα χρήματα αυτά ανοίγει ένα καπνοπωλείο. Ερωτεύεται έναν καιροσκόπο αεροπόρο. Οι συμπολίτες της κάνουν κατάχρηση τη καλοσύνης της, την εκμεταλλεύονται, μέχρι που η Σεν Τε κινδυνεύει να χρεοκοπήσει. Τότε επινοεί έναν σκληρό ξάδελφο, που θα μπορέσει να διαχειριστεί την περιουσία της χωρίς συναισθηματισμούς.
Το έργο θίγει ταυτόχρονα πολλά ζητήματα σε τέτοιο βαθμό που καθίσταται ένα έργο βαθύτατα φιλοσοφικό.
Αρχικά, μιλάει για τον έρωτα. Ο «καλός άνθρωπος του Σετσουάν» είναι, μεταξύ άλλων, μια ιστορία για τον έρωτα. Δεν είναι, όμως, μια ερωτική ιστορία. Μιλάει για τον έρωτα που θολώνει την κρίση μας και με τη σαρωτική του ορμή μπορεί να αλλάξει όλες τις ισορροπίες. Ο έρωτας μπορεί να μας κάνει να πετάμε στα σύννεφα αλλά μπορεί και να διαλύσει τα πάντα αφήνοντας συντρίμμια. Το μόνο σίγουρο είναι πως, από τη στιγμή που μπήκε στη ζωή μας αυτή η θυελλώδης και καταλυτική δύναμη, τίποτα πια δε θα είναι το ίδιο με πριν. Μέχρι ποιο σημείο είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε τα θέλω μας για να ικανοποιήσουμε τα θέλω του ανθρώπου με τον οποίο είμαστε ερωτευμένοι; Μέχρι ποιο σημείο αυτό είναι υγιές για εμάς; Ο Μπρεχτ έλεγε: «Οι άνθρωποι παρά είναι ανθεκτικοί. Αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι σε θέση να κάνουν υπερβολικά πολλά εις βάρος του εαυτού τους. Αντέχουν υπερβολικά πολύ». Η παράσταση μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πως πολλές φορές διεκδικώντας τη δική μας ευτυχία μέσω του έρωτα, καταλήγουμε να θυσιάζουμε την δική μας ευτυχία για την ικανοποίηση του άλλου. Φαύλος κύκλος.
Το έργο μας μιλάει και για την μητρότητα, μια κατάσταση που μπορεί να κάνει μια γυναίκα να ξεπεράσει τα όριά της και, φυσικά, μέσα από αυτή τη διαδικασία να μάθει ποια είναι τα όρια αυτά και να καταλήξει να μάθει καλύτερα τον εαυτό της. Και τι δε θα έκανε μία μάνα προκειμένου να υπερασπιστεί το παιδί της;
«Πως μπορώ να είμαι καλή την ώρα που όλα είναι τόσο ακριβά;”.
Ένα από τα πιο βασικά ερωτήματα που τίθενται στο έργο, όμως, είναι το εξής: Μπορεί να υπάρξει ένας καλός άνθρωπος σε έναν κακό κόσμο; Πόσο ακριβά σου κοστίζει να είσαι καλός; Πόσο μπορεί να παραμείνει καλός ένας άνθρωπος, όταν ζει σε πολύ δύσκολες συνθήκες; Η καλοσύνη προκαλεί ευγνωμοσύνη ή μήπως εκμετάλλευση; Η κακία και η σκληρότητα είναι επιλογή ή μπορεί να είναι και ανάγκη; Ο ίδιος ο Μπρεχτ έλεγε πως «κανείς δεν μπορεί να είναι καλός για πολύ, αν δεν υπάρχει ζήτηση για καλοσύνη». Οι άνθρωποι, όμως, διακρίνονται σε καλούς και κακούς; Υπάρχει μία συγκεκριμένη διαχωριστική γραμμή που διακρίνει τα πράγματα σε άσπρο και μαύρο; Το έργο μας δείχνει πως όλοι έχουμε μέσα μας τα πάντα: το καλό, το αγαθό, την κακία, τη σκληρότητα, τον φθόνο, την αγάπη και το μίσος. Όλα αυτά υπάρχουν μέσα στον καθένα από εμάς. Ποιο είναι αυτό που υπερισχύει;
Κάνοντας στον εαυτό μου αυτή την ερώτηση και παρακολουθώντας την αριστουργηματική εναλλαγή καλού και κακού εαυτού της Σεν Τε θυμήθηκα έναν μύθο που είχα διαβάσει κάποτε:
«Ένα βράδυ ένας γέρος ινδιάνος της φυλής Τσερόκι, μίλησε στον εγγονό του για τη μάχη που γίνεται μέσα στην ψυχή των ανθρώπων και του είπε:
– Γιέ μου, η μάχη γίνεται ανάμεσα σε δυο λύκους που έχουμε όλοι μέσα μας.
Ο ένας είναι το Κακό. Είναι ο θυμός, η ζήλια, η θλίψη, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, η ενοχή, η προσβολή, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, και το εγώ.Ο άλλος είναι το Καλό. Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η γενναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία και η πίστη στο θεό.
Ο εγγονός το σκέφτηκε για ένα λεπτό και μετά ρώτησε τον παππού του:
– Και ποιος λύκος νικάει;
Ο γέρος Ινδιάνος Τσερόκι απάντησε απλά:
– Αυτός που ταΐζεις.»
Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν παρακολουθώντας την παράσταση. Εύχομαι να έχουμε πάντα τη δύναμη και το σθένος ώστε να ταΐζουμε το καλό. Ακόμα και αν δεν αξίζει στον άλλον να λάβει καλό, αξίζει σε εμάς να το προσφέρουμε. Είμαι σχεδόν σίγουρη: Η καλοσύνη θα νικήσει στο τέλος.
Ο Μπρεχτ κάνει διδακτικό θέατρο χωρίς, όμως, να μας κουνάει το δάχτυλο και να μας υποδεικνύει το σωστό και τι πρέπει να πιστεύουμε για τον κόσμο. Αυτό που επιδιώκει ο μεγάλος δραματουργός είναι να καταφέρει το κοινό να έχει τη δική του βούληση και να σκέφτεται μόνο του. Και τα καταφέρνει θεσπέσια. Στον επίλογο του έργου ο Μπρεχτ μάλιστα το λέει ξεκάθαρα: «Το πώς θα πάψει αυτό το κακό, ψάξτε να το βρείτε μονάχοι σας. Πήγαινε, ψάξε, αγαπημένο μου κοινό. Μια κατάλληλη λύση πρέπει να υπάρχει, πρέπει, πρέπει…». Το κοινό έχει ηθική υποχρέωση να σκεφτεί και να βγάλει τα συμπεράσματά του. Και ο Μπρεχτ, ως καλός δάσκαλος, μας δείχνει τον τρόπο να σκεφτόμαστε ελεύθερα και όχι τι να σκεφτόμαστε.
O Mπρεχτ είχε πει «Η Σεν Τε πρέπει να παιχτεί από μία ηθοποιό πρώτη τάξεως. Μόνο μία ευφάνταστη καλλιτέχνης μπορεί να παίξει ένα καλό άνθρωπο». Είναι λες και ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης άκουσε τα λόγια αυτά του Μπρεχτ, καθώς η Πέγκυ Τρικαλιώτη είναι η τέλεια επιλογή. Εύθραυστη, γλυκιά, παθιασμένη, αθώα σαν Σεν Τε. Σκληρή, απάνθρωπη, χωρίς έλεος για τους συνανθρώπους της σαν ξάδελφος Σούι Τα. «Αλωνίζει» ακούραστα την σκηνή επί δύο ώρες αλλάζοντας ρούχα και χαρακτήρες αστραπιαία.
Δίπλα της ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης στο ρόλο του αεροπόρου με σκηνική άνεση.
Η Λήδα Πρωτοψάλτη, η κυρία του θεάτρου μας, εντυπωσιακή στο ρόλο της ιδιοκτήτριας Μι Τσου.
Ο θίασος των εννέα ηθοποιών είναι δεμένος μεταξύ τους. Οι περισσότεροι έχουν να βγάλουν εις πέρας πολλαπλούς ρόλους. Και όλα συμβαίνουν εκεί μπροστά σου. Ακούς τις ανάσες τους, καθώς οι ηθοποιοί ανακατεύονται, μπλέκονται με το κοινό, ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες του νεαρού Νικορέστη Χανιωτάκη που έχει κάνει μια ευφάνταστη σκηνοθεσία και εκτός από την μετάφραση, τολμά να διασκευάζει το κείμενο του μεγάλου δημιουργού. Ένας φρενήρης ρυθμός του θιάσου επί σκηνής. Μια γρήγορη σε κίνηση σκηνοθεσία, εντάσσει τον θεατή στην παράσταση και του προτείνει να συμμετάσχει με τους ηθοποιούς. Όλοι οι ηθοποιοί παίζουν μουσικά όργανα και τραγουδούν. Μοιάζει σαν να παρακολουθείς μια ξέφρενη φαντασμαγορική γιορτή.. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ερμηνείες. Είναι όλοι καταπληκτικοί. Κώστας Κάππας, Γεράσιμος Σκαφίδας, Γιάννης Καλατζόπουλος, Μπέτυ Αποστόλου, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Βαλέρια Δημητριάδου, σε πολλαπλούς ρόλους και δυνατές ερμηνείες.
Τα σκηνικά είναι λιτά και μετακινούνται από τους ίδιους τους ηθοποιούς κατά την διάρκεια της παράστασης. Δημιουργία της Άννας Μαχαιριανάκη.
Αρμονική με την παράσταση, γεμάτη συναίσθημα, η πρωτότυπη μουσική του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Την εξαίρετη απόδοση των στίχων (και την δραματουργική συνεργασία) υπογράφει η Μαριλένα Παναγιωτοπούλου.
Ιδιαίτερα τα κοστούμια που φέρουν την υπογραφή της Άννας Μαχαιριανάκη. Όμορφοι και στο κλίμα της παράστασης οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα.
Ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν είναι μία καλοδουλεμένη, ευφάνταστη παράσταση, με ωραίες ερμηνείες, κίνηση και ρυθμό, με βαθειά νοήματα που μας προτρέπει να απαντήσουμε. Στο Θέατρο Θησείον.
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Πρωτότυπη μουσική *: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Δραματολογική συνεργασία/Απόδοση στίχων: Μαριλένα Παναγιωτοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Άννα Μαχαιριανάκη
Κινησιολογία: Ειρήνη-Ερωφίλη Κλέπκου
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τόνια Καζάκου
Βοηθός παραγωγής: Αναστασία Γεωργοπούλου
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
* Η μουσική παίζεται ζωντανά από τους ηθοποιούς
Παίζουν: Πέγκυ Τρικαλιώτη, Κωνσταντίνος Ασπιώτης (ως 3/2), Νίκος Πουρσανίδης (από 6/2), Κώστας Κάππας, Γεράσιμος Σκαφίδας, Γιάννης Καλατζόπουλος, Μπέτυ Αποστόλου, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Βαλέρια Δημητριάδου (ως 3/2), Ηλέκτρα Σαρρή (από 6/2)
και η Λήδα Πρωτοψάλτη
Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες