Οι δύο χέστηδες του Ευγενίου Λαμπίς
Πώς μπορεί μια γυναίκα να πάρει τη ζωή της στα χέρια της όταν το μέλλον της εξαρτάται από δύο πολύ δειλούς και ντροπαλούς άντρες;
Ο Γάλλος δραματουργός Ευγένιος Λαμπίς (Eugène Labiche 1815 – 1888) είναι ο μαιτρ της φαρσοκωμωδίας. Το έργο «Οι δύο χέστηδες» (Les Deux Timides) γράφτηκε το 1860 και ανήκει στο θεατρικό είδος βωντβίλ. Το βωντβίλ (vaudeville) είναι ένα θεατρικό είδος που σατιρίζει με ανάλαφρο τρόπο τα ήθη της εποχής και γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Πρόκειται για φαρσοκωμωδία-βαριετέ και το σατιρικό ύφος είναι διανθισμένο με τραγούδια σε παραδοσιακές μελωδίες. Το βωντβίλ έχει ως σκοπό να επικρίνει τα ήθη γελώντας, να σπάσει το προσωπείο του κομφορμισμού και να αποκαλύψει τα αδιέξοδα της αστικής τάξης. Με αυτό τον φαινομενικά ανάλαφρο τρόπο, γίνεται ο καθρέφτης της κοινωνίας.
Η υπόθεση του έργου έχει ως εξής: Η ζωή της Καικίλια (Κλέλια Ανδριολάτου) εξαρτάται άμεσα από τις αποφάσεις δύο αρκετά δειλών και ντροπαλών ανδρών: του πατέρα της Τιμποντιέ (Θέμης Πάνου) και του αγαπημένου της Φρεμισέν (Γιώργος Γλάστρας). Ταυτόχρονα πρέπει να απαλλαγεί από την παρουσία ενός αλλαζόνα και καθόλου δειλού και ντροπαλού άντρα, του Γκαραντού (Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος). Με ποιον τρόπο θα καταφέρει να πάρει η Καικίλια τη ζωή της στα χέρια της;
Ο Ευγένιος Λαμπίς σε γράμμα του προς τον Εμίλ Ζολά γράφει: «Μερικοί άνθρωποι τα βλέπουν όλα θλιβερά. Εγώ γελάω με τη ζωή. Ούτε υπερηφανεύομαι μα ούτε και απολογούμαι για αυτό. Απλώς έτσι γεννήθηκα. Όσο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να πάρω τον άνθρωπο στα σοβαρά. Μου φαίνεται πως δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για να διασκεδάζει κάποιους άλλους που έχουν την ίδια αντίληψη με μένα. Eπιτρέψτε μου λοιπόν να δείξω τον εαυτό μου όπως ακριβώς είναι και να πιω στην υγειά σας. Ξέρω ότι το ποτήρι μου δεν είναι κρυστάλλινο- έχει τα ελαττώματά του, τις ατέλειές του… Η μούσα που ενέπνευσε εμένα και τους φίλους μου, είναι μια πολύ ταπεινή μούσα, που ονομάζεται απλά: κέφι, καλή διάθεση. Εμείς τουλάχιστον γελάσαμε και κάναμε τον κόσμο να γελάσει…»
Την μετάφραση και τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Βασίλης Παπαβασιλείου, ο οποίος κράτησε την ψυχαγωγική ποιότητα του έργου και το κίνητρο για διασκέδαση του Ευγένιου Λαμπίς και τα μετέτρεψε σε μία καλοδουλεμένη παράσταση που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον (αλλά και το γέλιο) του θεατή μέχρι το τελευταίο λεπτό. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου δεν επιδιώκει να κάνει το έργο πιο «βαθυστόχαστο» από όσο είναι στα αλήθεια και αυτό λειτουργεί εξαιρετικά καλά, καθώς δημιουργεί μία καλοκουρδισμένη παράσταση, στην οποία έχει μελετήσει μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια και δεν έχει αφήσει τίποτα στην τύχη. Έστησε μια παράσταση ζωντανή, γρήγορη, ευχάριστη και ανέδειξε μέσα από τη σκηνοθεσία του ένα κείμενο που ο ίδιος με την μετάφρασή του το έκανε επίσης ζωντανό και επίκαιρο. Την δραματουργία έχει αναλάβει ο Βασίλης Παπαβασιλείου με την Νικολέτα Φιλόσογλου (η οποία είναι και η συνεργάτις σκηνοθέτη).
Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελείται ο Άγγελος Μέντης και έχει κάνει εξαιρετική δουλειά. Τα κοστούμια μας μεταφέρουν επιτυχώς στην εποχή του έργου και οι εντυπωσιακές περούκες δίνουν μία υπέροχη κωμική πινελιά στην ήδη διασκεδαστική παράσταση. Ευχάριστη νότα τα κόκκινα λουλούδια στον λευκό, λιτό χώρο. Ευφυέστατη και η επιλογή των φωτοσκιάσεων (ο καλοδουλεμένος σχεδιασμός φωτισμών είναι της Στέλλας Κάλτσου) στον λειτουργικό και ταυτόχρονα αφαιρετικό σκηνικό χώρο, που λειτουργούν σχεδόν σαν θέατρο σκιών, τονίζοντας τις σκέψεις και τα θέλω των ηρώων.
Τη μουσική σύνθεση αναλαμβάνει ο Άγγελος Τριανταφύλλου και με τα εμβόλιμα τραγούδια η παράσταση αποκτά μια πολύ ιδιαίτερη ατμόσφαιρα και συμβάλλει στο να γίνει ακόμα περισσότερο διασκεδαστική. Πολύ καλή η χορογραφία και η κίνηση, την οποία αναλαμβάνει ο Φωκάς Ευαγγελινός.
Η Κλέλια Ανδριολάτου είναι η Καικίλια. Με αποφασιστικότητα, νάζι, παιδικότητα αλλά και θάρρος μας πείθει απόλυτα για την αλήθεια του χαρακτήρα της. Έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, μας χαρίζει μία παρουσία ανάλαφρη και ταυτόχρονα ιδιαίτερα κωμική.
Ο Γιώργος Γλάστρας είναι ο Φερμισέν και μας χαρίζει μία εξαιρετική σκηνική παρουσία, μας κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον και μας προσφέρει πολλές στιγμές γέλιου. Ρεσιτάλ ερμηνείας από τον Γιώργο Γλάστρα για την κίνησή του και την εκφορά του λόγου του. Απολαυστικός.
Ο Θέμης Πάνου είναι ο Τιμποντιέ και είναι σπουδαίος στον ρόλο του. Με σπάνια κωμικά αντανακλαστικά και σπάνια ερμηνευτική ευφυΐα, μας χαρίζει απλόχερα γνήσιες κωμικές στιγμές αλλά και μια ερμηνεία που θα θυμόμαστε για καιρό.
Άκρως απολαυστική η χημεία και η συνύπαρξη των δύο ανδρών πρωταγωνιστών πάνω στη σκηνή με κορυφαία εξαιρετική σκηνή εκείνη που κάθονται κοντά στους θεατές.
Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος στον ρόλο του Γκαραντού είναι πειστικός και έχει μια υπέροχη σκηνική παρουσία κινησιολογικά και όχι μόνο.
Τον θίασο συμπληρώνει η Σμαράγδα Κακκίνου στον ρόλο της υπηρέτριας, με μια όμορφη παρουσία και καίριες ατάκες.
Η παράσταση «Οι δύο χέστηδες» του Ευγενίου Λαμπίς στο Θέατρο Τέχνης Φρυνίχου σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου είναι μια πολύ ευχάριστη κωμωδία που κυλάει πολύ γρήγορα, με ευφάνταστη σκηνοθετική ματιά αλλά και εξαιρετικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές της που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς, ένα απολαυστικό βωντβίλ. Πρόκειται για μία πολύ ευχάριστη θεατρική εμπειρία και στο ερώτημα «κατά πόσο μπορεί να μας αφορά σήμερα μια γαλλική φρασοκωμωδία γραμμένη το 1860», ο Βασίλης Παπαβασιλείου με την χαρακτηριστική του μαεστρία μας απαντάει και μας αποδεικνύει έμπρακτα «κατά πολύ».
Ταυτότητα παράστασης:
Οι δύο χέστηδες του Ευγενίου Λαμπίς
Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν Φρυνίχου
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου
Δραματουργία: Βασίλης Παπαβασιλείου- Νικολέτα Φιλόσογλου
Συνεργάτις σκηνοθέτη: Νικολέτα Φιλόσογλου
Σκηνικά-κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική σύνθεση: Άγγελος Τριανταφύλλου
Χορογραφία-κίνηση: Φωκάς Ευαγγελινός
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Αποστολόπουλος
Φωτογραφίες: Ελευθερία Νικολαΐδου
Παίζουν (αλφαβητικά): Κλέλια Ανδριολάτου, Γιώργος Γλάστρας, Σμαράγδα Κακκίνου, Θέμης Πάνου, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος.