«ΜΠΕΝΤ» του Μάρτιν Σέρμαν
Γράφει η Βίβιαν Μητσάκου
Το αριστούργημα του Μάρτιν Σέρμαν «ΜΠΕΝΤ», που έχει ως βασικό θέμα, τον απαγορευμένο έρωτα δύο ανδρών σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1936, ανεβαίνει στο θέατρο ΧΩΡΑ σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια και μοναδική μετάφραση του Γιώργου Θεοδοσιάδη.
Με επίκεντρο τους δύο άνδρες ο Μάρτιν Σέρμαν, με την εξαίρετη γραφή του, γράφει ένα έργο βαθιά πολιτικό και εξαπολύει ένα τεράστιο «κατηγορώ» σε αυτούς που θέλησαν να κατηγοριοποιήσουν τους ανθρώπους. Μια κραυγή διαμαρτυρίας για ελευθερία, αγάπη, αυτοδιάθεση και αξιοπρέπεια.
Παρουσιάζει τις θηριωδίες, τα εγκλήματα που έγιναν από τους Ναζί. Όταν χώρισαν τον κόσμο σε κατηγορίες. Και στον κόσμο που ήθελαν να δημιουργήσουν δεν ανήκαν οι ομοφυλόφιλοι, οι Εβραίοι, οι ανάπηροι, οι ρομά. Στα στρατόπεδα συγκέντρωσης τους ξεχώριζαν φορώντας τους διακριτικά στις φόρμες εργασίας τους. Οι Εβραίοι το κίτρινο αστέρι, οι ομοφυλόφιλοι το ροζ τρίγωνο.
Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1979 και σύντομα παρουσιάστηκε σε πολλές χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική. Στην Ελλάδα γνωρίσαμε το «ΜΠΕΝΤ» μέσα από την πολύ επιτυχημένη σκηνοθετική και μεταφραστική ματιά του Γιώργου Θεοδοσιάδη, με τους Πέτρο Φυσσούν και Γιάννη Φέρτη. Μια παράσταση που γνώρισε τεράστια επιτυχία. Το έργο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1997.
Γιατί το «ΜΠΕΝΤ» να ανέβει σήμερα, ίσως διερωτώνται πολλοί.
Δυστυχώς το «ΜΠΕΝΤ» γίνεται ξανά επίκαιρο στην σύγχρονη εποχή της βίας, των κακοποιήσεων και απαξίωσης των αδύναμων. Η προκατάληψη, η κατηγοριοποίηση των πολιτών, η φασιστική αντίληψη διαπερνά τομείς της καθημερινής μας ζωής. Tα μαύρα σύννεφα του φασισμού «σκεπάζουν» δειλά-δειλά ξανά την Ευρώπη.
Η αυλαία του Θεάτρου ΧΩΡΑ ανοίγει και μεταφερόμαστε σε ένα queer καμπαρέ στο Βερολίνο τον Ιούλιο του 1934. Το Βερολίνο ζει τις μεγάλες του δόξες. Ξεγνοιασιά, γεμάτα τα μπαρ και τα καμπαρέ από ανέμελους ανθρώπους που απολαμβάνουν την ζωή και τον έρωτα. Ο Χίτλερ έχει ήδη ανέβει στην εξουσία, αλλά τίποτα ακόμη δεν προμηνύει την φοβερή καταιγίδα που έρχεται.
Η drag queen Γκρέτα (Μανώλης Θεοδωράκης) διευθύνει αυτό το καμπαρέ. H βραδιά κυλά ήρεμα. Ο Μαξ (Μέμος Μπεγνής), απολαμβάνει τον έρωτα και αποχωρώντας τύφλα στο μεθύσι από το μπαρ παίρνει μαζί του στο σπίτι του έναν νεαρό (James Rodi) και πηγαίνουν μαζί στο σπίτι όπου συζεί με τον χορευτή Ρούντυ (Γιάννης Σίντος). Δυστυχώς για όλους το βράδυ αυτό θα είναι το τελευταίο βράδυ της ξέγνοιαστης και ανέμελης ζωής τους. Ο Χίτλερ έχει αρχίσει μία μεγάλη εκκαθάριση που έμεινε στην ιστορία ως «Η νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών». Περισσότερα από διακόσια στελέχη των Ες-Ες και οι σύντροφοί τους δολοφονούνται. Ο Μαξ και ο Ρούντυ γίνονται στόχος των Ες-Ες.
Ο Μαξ, αρνούμενος την βοήθεια του θείου του Φρέντι (Δημήτρης Καραμπέτσης) να διαφύγει κρυφά από την Γερμανία, όπου κινδυνεύει η ζωή του σαν ομοφυλόφιλος, συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στο κολαστήριο του Νταχάου. Οι Γερμανοί του Χίτλερ μισούν ό,τι είναι διαφορετικό από την δική τους «αρεία» φυλή. Και δυστυχώς ο Ρούντυ φορά γυαλιά.
Ο Μαξ στο Νταχάου γνωρίζει τον Χορστ (Ιωάννης Αθανασόπουλος) και μία φιλική σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους, που εξελίσσεται σε ερωτική.
Ο Πέτρος Ζούλιας σκηνοθετεί την παράσταση χωρίς μελοδραματισμούς, έντονη βία και περιττούς συναισθηματισμούς. Μας παρουσιάζει την ιστορία και μας αφήνει να αντιληφθούμε πόσο πολύτιμη για την ζωή μας είναι η ελευθερία λόγου και πράξεων, η αυτοδιαχείριση του εαυτού μας, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μας και πόσο η αγάπη, ακόμη και σε σκοτεινές στιγμές της ιστορίας, μπορεί να αλλάξει την ζωή μας. Παρουσιάζει μια παράσταση κατορθώνοντας με αριστοτεχνικό τρόπο να μας διηγηθεί μια ιστορία βίας και φρίκης και ταυτόχρονα μια ιστορία ελπιδοφόρα και τρυφερή.
Τα σκηνικά της Μαίρης Τσαγκάρη είναι εντυπωσιακά και όπως ήδη ανέφερα μας μεταφέρουν αρχικά σε ένα τυπικό βερολινέζικο καμπαρέ του μεσοπολέμου. Ο χώρος στο Νταχάου με τα ηλεκτρικά συρματοπλέγματα, τις πέτρες που πρέπει οι φυλακισμένοι να μεταφέρουν συνεχώς από την μία πλευρά του στρατοπέδου στην άλλη είναι ανατριχιαστικό, παγερό, σοκαριστικό. Ιδιαίτερη η μουσική επένδυση της παράστασης από τον Θοδωρή Οικονόμου. Εξαιρετική η επιλογή του να ακουστεί το πανέμορφο «With wand’ring steps». Οι φωτισμοί από φωτεινοί και κόκκινοι καταλήγουν σε γκρίζοι.
Τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη προσεγμένα, μας μεταφέρουν στην περίοδο που διαδραματίζεται η ιστορία μας.
«Κάνουμε έρωτα, άρα είμαστε ακόμη ζωντανοί, ζούμε»
Όλοι οι ηθοποιοί αποτελούν μαζί μια καλοκουρδισμένη ομάδα με δυνατές, συγκινητικές και καλοζυγισμένες ερμηνείες. Μέμος Μπεγνής,Ιωάννης Αθανασόπουλος, Μανώλης Θεοδωράκης, Γιάννης Σίντος. James Rodi, Xρήστος Ζαχαριάδης, Σπύρος Δούρος, και ο Δημήτρης Καραμπέτσης. Άψογοι όλοι με υποκριτική αξιοσύνη.
Θα μου επιτρέψετε όμως να αναφερθώ στις ερμηνείες των δύο κεντρικών ηρώων του έργου. Τον Μέμο Μπεγνή και τον Ιωάννη Αθανασόπουλο, και οι δύο σε μια από τις ωραιότερες θεατρικές τους στιγμές.
Ο Μαξ του Μέμου Μπεγνή είναι καθηλωτικός. Από ένας ανέμελος μποέμ, σιγά σιγά μεταμορφώνεται σε ένα φοβισμένο όν, που θέλει να ζήσει, να ερωτευτεί, να κάνει έρωτα. Ο Μέμος Μπεγνής με μια εξαιρετική ερμηνεία και χωρίς να καταφύγει σε κανένα κλισέ ούτε υποκριτικά τεχνάσματα, ξεπερνά τον εαυτό του και μας αποδεικνύει το εύρος των ερμηνευτικών του ικανοτήτων.
Ο Ιωάννης Αθανασόπουλος, ενσαρκώνει άψογα, με μια μεστή ερμηνεία τον Χορστ, που είναι πιο ρεαλιστής. Μοιάζει πιο δυνατός. Ξέρει τι τον περιμένει, δεν κρύβει την ιδιαιτερότητά του. Είναι ο εαυτός του. Ο Ιωάννης Αθανασόπουλος σε μία εξαιρετική ερμηνεία και χωρίς να χρησιμοποιήσει επίσης κανένα κλισέ και καμία υπερβολή στο σώμα του ή τη φωνή του, μας μαγεύει.
Συγκινητικές και συγκλονιστικές στιγμές όταν οι δύο άνδρες που απαγορεύεται να μιλούν μεταξύ τους, οι ναζί στρατιώτες τους παρακολουθούν συνεχώς, έχουν βρει τον δικό τους κώδικα επικοινωνίας για να εκφράσουν την αγάπη τους.
Όμως η αγάπη και ο έρωτας δεν μπορούν να φυλακιστούν. Σε όποια «φυλακή» και να τα κλείσεις, σε όσο αντίξοες συνθήκες και αν τα εγκλωβίσεις, αυτά τα συναισθήματα θα βρουν και πάλι τον τρόπο να ανθίσουν. Ο έρωτας ως ανυπότακτο και πάντα ελεύθερο συναίσθημα. Ο έρωτας μπορεί να σε κάνει να ζήσεις και να πεθάνεις ακριβώς έτσι: ελεύθερος. Και το πνεύμα σου δεν μπορεί να το φυλακίσει κανείς. Όμως, ο έρωτας δύο ανδρών στη ναζιστική Γερμανία και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι μόνο η αφορμή για να διηγηθεί ο συγγραφέας μια πιο τρομακτική ιστορία: Την απόλυτη βία, τον φόβο και τον πανικό, το απόλυτο σκοτάδι, την ομοφοβία, τον ρατσισμό, τον ναζισμό, την απόλυτη φρίκη.
Το έργο αυτό θα παραμένει πάντα επίκαιρο όσο οι άνθρωποι δεν έχουν το δικαίωμα να είναι ο εαυτός τους και κινδυνεύει η ζωή τους όταν το κάνουν. Ένα έργο ρεαλιστικό και σκληρό σαν γροθιά στο στομάχι και ταυτόχρονα τόσο τρυφερό και στοργικό. Μια ιστορία βίας και θανάτου και ταυτόχρονα μια ιστορία για την ελπίδα και την απελευθερωτική δύναμη της αγάπης και την ελευθερία του μυαλού. Ένα έργο γλυκόπικρο, ένας ύμνος στην ανθρώπινη επαφή, ένας ύμνος στην ελευθερία, ένας ύμνος στο δικαίωμα να είμαστε ο εαυτός μας, ένας ύμνος στη ζωή. Ένα έργο που σε βάζει σε σκέψεις για καιρό μετά, που σε κάνει να αναρωτηθείς αν αυτή η μαύρη σελίδα της ιστορίας βρίσκεται τελικά τόσο μακριά μας όσο νομίζαμε ή αν κρύβεται ανάμεσά μας και δείχνει το πρόσωπό της μέσα από πολλές καθημερινές εκφάνσεις που άλλοτε μας ανησυχούν και άλλοτε δρουν πολύ πιο ύπουλα. Πιο ύπουλα, επειδή κινδυνεύουμε να τις συνηθίσουμε. Ο λόγος που μαθαίνουμε ιστορία, εξάλλου, είναι για να μάθουμε από αυτήν και να μην επαναλάβουμε τις φρικτές της στιγμές. Πόσο καλή ιστορία, όμως, έχουμε μάθει; Πόσο εμποδίζουμε τον κόσμο να ξαναζήσει τέτοιες στιγμές ακραίας φρίκης; Όσο και φαινομενικά μοιάζει να έχουν γίνει μεγάλα βήματα προς την αποδοχή της όποιας διαφορετικότητας, κοιτώντας λίγο πιο προσεκτικά θα παρατηρήσουμε πως έχουμε πολύ δρόμο ακόμα προς αυτή την κατεύθυνση και πως είναι ένας σκοπός για τον οποίον πρέπει να αγωνιζόμαστε καθημερινά.
Ένα κείμενο συναρπαστικό και ένα έργο που αξίζει να δούμε όλοι για να σκεφτούμε, για να προβληματιστούμε, για να πάρουμε παράδειγμα για τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής.
Τι σημαίνει ο τίτλος του έργου; Bent στα αγγλικά είναι ο κυρτός, αυτός που έχει λυγίσει, αυτός που έχει πάρει κλίση. Χρησιμοποιείται, όμως, και στην αργκό, για να δηλώσει τον gay, ως αντίθετο του straight (που σημαίνει ευθύς). Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με σιγουριά αν ο Μάρτιν Χέρμαν είχε στο μυαλό του κάποιο λογοπαίγνιο ή όχι, όμως αφού παρακολούθησα την παράσταση δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι τους ήρωες του έργου που η ζωή και η φρικιαστική αυτή στιγμή της ιστορίας προσπάθησε να λυγίσει, όμως δεν τα κατάφερε. Γιατί κανείς δεν μπορεί τελικά να λυγίσει ένα ελεύθερο πνεύμα.
Η παράσταση «ΜΠΕΝΤ» του Μάρτιν Σέρμαν, σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, με μια ομάδα εξαιρετικών ηθοποιών, είναι μία παράσταση «γροθιά στο στομάχι», μια παράσταση που αφυπνίζει συνειδήσεις, ένα μάθημα ιστορίας που δεν πρέπει να επαναληφθεί.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Μετάφραση: Γιώργος Θεοδοσιάδης
Σκηνοθεσία-Δραματουργική επεξεργασία: Πέτρος Ζούλιας
Σκηνικά: Μαίρη Τσαγκάρη
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτογραφίες: Μαριλένα Αναστασιάδου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριάννα Τουντασάκη
Βοηθός σκηνογράφου: Μαρία Λώλου
ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ
Μέμος Μπεγνής
Ιωάννης Αθανασόπουλος
Μανώλης Θεοδωράκης
Γιάννης Σίντος
James Rodi
Χρήστος Ζαχαριάδης
Σπύρος Δούρος
και ο Δημήτρης Καραμπέτσης στο ρόλο του θείου Φρέντυ