Λεωφορείο ο πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς
Γράφει η Λουκία Μητσάκου
Τι μπορεί να συμβεί όταν οι ψευδαισθήσεις που δημιουργούμε μόνοι μας για τον εαυτό μας και τη ζωή μας συγκρούονται αναπόφευκτα με την σκληρή πραγματικότητα; Μπορεί το παρελθόν να ξεχαστεί πραγματικά ή τα τραύματα που μας αφήνει καθορίζουν τις πράξεις μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους; Ποιο είναι το κόστος της επιβίωσης σε έναν κόσμο που επιβραβεύει τον ρεαλισμό και την αγριότητα και κατακρίνει την ευαισθησία και τη φαντασία;
Το Λεωφορείο ο Πόθος γράφτηκε από τον Τενεσί Ουίλιαμς το 1947. Πρωτοπαίχτηκε στις 3 Δεκεμβρίου 1947 στο θέατρο Ethel Barrymore Theatre στη Νέα Υόρκη σε σκηνοθεσία του Ελία Καζάν. Η παράσταση γνώρισε τεράστια επιτυχία και καθιέρωσε τον Ουίλιαμς ως έναν από τους κορυφαίους δραματουργούς της εποχής. Φέτος παρουσιάζεται στο Θέατρο Προσκήνιο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά.
Ο Τενεσί Ουίλιαμς είχε πει για τον τίτλο του έργου του A Streetcar named Desire πως «η επιθυμία είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής». Στο έργο βλέπουμε την Μπλανς να παίρνει ένα λεωφορείο που λέγεται «Πόθος / Επιθυμία», μετά ένα που λέγεται «Νεκροταφεία» και μετά να φτάνει στη στάση «Ηλύσια Πεδία». Όλες οι ονομασίες στο έργο λειτουργούν συμβολικά: Μετά την Επιθυμία, ή αλλιώς την ανεξέλεγκτη ανθρώπινη ανάγκη για έρωτα, για πάθος και για αποδοχή, η Μπλανς οδηγείται στα «Νεκροταφεία», δηλαδή στη φθορά, στην απώλεια και στο θάνατο της παλιάς της ζωής: το Belle Reve χάθηκε, ο γάμος της τελείωσε, η φήμη της καταρρακώθηκε, η οικονομική της κατάσταση καταστράφηκε. Από εκεί, τελευταία στάση είναι τα «Ηλύσια Πεδία». Στην ελληνική μυθολογία, τα Ηλύσια Πεδία ήταν ο τόπος ανάπαυσης των ευλογημένων ψυχών. Στο έργο είναι το όνομα της γειτονιάς που βρίσκεται το σπίτι της Στέλλας και του Στάνλεϊ, είναι ένας χώρος γεμάτος ένταση, βία και σύγκρουση. Για την Μπλανς, τα Ηλύσια Πεδία δεν είναι ένας παράδεισος, όπου η ψυχή της θα αναπαυθεί αλλά είναι το σημείο όπου θα αντιμετωπίσει την σκληρή πραγματικότητα και την απόλυτη αλήθεια και θα οδηγηθεί στην τρέλα. Είναι το μέρος όπου θα αναγκαστεί με βίαιο τρόπο να ζήσει τον ρεαλισμό και να απομακρυνθεί από τη μαγεία.
Ο Τενεσί Ουίλιαμς είχε πει για την ιστορική ατάκα της παράστασης: [«Βασιζόμουν πάντα στην καλοσύνη των ξένων». Ήταν αλήθεια, κι εγώ έτσι έκανα, κι όχι χωρίς συχνές απογοητεύσεις. Για την ακρίβεια, υποθέτω ότι κάτι τυχαίες γνωριμίες ή ξένοι μού φέρονταν συνήθως καλύτερα απ’ ό,τι οι φίλοι μου – πράγμα που δεν με τιμά ιδιαίτερα. Το να με γνωρίσεις σημαίνει ότι δεν θα με αγαπήσεις. Στην καλύτερη, σημαίνει ότι θα με ανεχτείς].
Η διάσημη αυτή ατάκα της παράστασης μάς μεταδίδει πάντα σε πρώτη ανάγνωση την αισιοδοξία για το καλό που υπάρχει μέσα στους ανθρώπους και για την διάθεση να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον σε στιγμές ανάγκης, όμως, σε δεύτερη ανάγνωση μας γεμίζει με θλίψη γιατί αυτός που βασίζεται στην καλοσύνη των ξένων σημαίνει πως δεν μπορεί να βασιστεί στην καλοσύνη των γνωστών, των φίλων, της οικογένειας.
O Δημήτρης Καραντζάς αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης και πρόκειται για μία σκηνοθεσία άκρως ευρηματική γεμάτη ευαισθησία και ποιητικότητα. Η σκηνοθεσία του είναι αποκαλυπτική ως προς το νοηματικό και συναισθηματικό βάθος του έργου – τόσο πολύ μάλιστα ώστε να νιώσει ο θεατής πως παρακολουθεί το συγκεκριμένο έργο για πρώτη φορά (ακόμα και αν το έχει διαβάσει και το έχει δει δεκάδες φορές μέχρι τώρα). Ο Δημήτρης Καραντζάς για ακόμα μία φορά αντιμετωπίζει ένα κλασικό έργο με απόλυτο σεβασμό, με αληθινή περιέργεια ως προς τα κρυμμένα νοήματά του και με αξιοσημείωτη προσοχή στη λεπτομέρεια και κερδίζει ένα μεγάλο στοίχημα με απόλυτη επιτυχία. Η σκηνοθετική ματιά του είναι αποκαλυπτική. Τολμά να αποκαθηλώσει στερεοτυπικές θεάσεις του έργου που είχαν σχηματιστεί στο συλλογικό ασυνείδητο και να βουτήξει βαθιά στην ουσία του. Φωτίζει τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων, τα διλήμματά τους και τις συγκρούσεις τους (τόσο εξωτερικές όσο και εσωτερικές), τις ταξικές διαφορές, την διαφορά στο κίνητρο των πράξεων των ηρώων, την διαφορά στο πώς βλέπουν και διαχειρίζονται την ίδια τη ζωή. Με μια σπάνια σκηνοθετική ευφυΐα, ο Δημήτρης Καραντζάς κατορθώνει να δημιουργήσει μια παράσταση ονειρική που θίγει πολλά ζητήματα: την κακοποίηση, τον θυμό, την απογοήτευση, το τραύμα, την αισιοδοξία, την ματαίωση, την ανεξάντλητη δύναμη που έχουμε ώστε να συνεχίζουμε να ζούμε παρά τις δυσκολίες που συναντούμε. Η Μπλανς δε θέλει ρεαλισμό, θέλει μαγεία και ο Δημήτρης Καραντζάς μας παραδίδει μια παράσταση απόλυτα μαγική και μας συστήνει σε μια παράσταση – αριστούργημα.
Το σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά μας μεταφέρει σε ένα σπίτι μικρό και πνιγηρό, σχεδόν κλειστοφοβικό. Η Μαρία Πανουργιά και ο Δημήτρης Καραντζάς φέρνουν τη σκηνή πολύ κοντά στον θεατή και έτσι ο θεατής φτάνει να εμπλέκεται συναισθηματικά αλλά και διανοητικά στην παράσταση και να γίνεται μέρος της. Το αξιέπαινο σκηνικό της Μαρίας Πανουργιά μας μεταδίδει όχι μόνο με ρεαλιστικό τρόπο τον μικρό ζωτικό χώρο ενός σπιτιού μεταναστών αλλά και την κλειστοφοβική φύση της συνύπαρξης των πρωταγωνιστών και των μεταξύ τους συγκρούσεων. Μας δίνει την σχεδόν αγχωτική αίσθηση της έλλειψης ιδιωτικού χώρου με έναν τρόπο εξαίσιο. Το μικρό, κλειστοφοβικό διαμέρισμα λειτουργεί ως σύμβολο για την καταπιεστική δύναμη της πραγματικότητας που στριμώχνει τη Μπλανς, αφαιρώντας της κάθε χώρο που θα χρειαζόταν ώστε να διαφύγει στις ψευδαισθήσεις της. Εξαιρετική δουλειά.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη αναδεικνύουν την εποχή αλλά καταφέρνουν να δραπετεύσουν και από την εποχή και να γίνουν διαχρονικά και αυτό μας δίνει την αίσθηση πως η ιστορία που βλέπουμε μας αφορά στο σήμερα.
Η κίνηση του Τάσου Καραχάλιου μας χαρίζει εξαιρετικές σκηνές σκηνικής και αισθητικής αρτιότητας.
Η μουσική του Γιώργου Ραμαντάνη συνοδεύει αρμονικά την ατμόσφαιρα της παράστασης χωρίς να εκβιάζει ποτέ το συναίσθημα.
Οι φωτισμοί του Δημήτρη Κασιμάτη λειτουργούν εξαιρετικά φωτίζοντας την ψυχοσύνθεση των ηρώων και τις ψυχολογικές τους μεταπτώσεις με έναν τρόπο αποτελεσματικό και ποιητικό ταυτόχρονα.
Από τα πολύ δυνατά στοιχεία της παράστασης είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών της: Η Αλεξία Καλτσίκη, ο Άρης Μπαλής και η Δήμητρα Βλαγκοπούλου δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας τόσο ξεχωριστά όσο και στις σχέσεις μεταξύ τους.
Η Αλεξία Καλτσίκη είναι η Μπλανς Ντιμπουά και φέρνει μπροστά στα μάτια μας αυτό τον ρόλο- θρύλο με έναν τρόπο αριστουργηματικό. Η Αλεξία Καλτσίκη είναι μια Μπλανς ορμητική και χειμαρρώδης, μια Μπλανς ανασφαλής και πληγωμένη, μια Μπλανς που εκπροσωπεί την παλιά τάξη πραγμάτων, μια Μπλανς που αποζητά την αγάπη, την αποδοχή και την ασφάλεια και είναι μια Μπλανς πιο ανθρώπινη, πιο θελκτική και πιο συμπαθής από ποτέ. Η Αλεξία Καλτσίκη μάς επανασυστήνει την δική της Μπλανς Ντιμπουά και μας καθηλώνει κάθε λεπτό που βρίσκεται επί σκηνής. Με μια σπάνια ευαισθησία για τον ρόλο που υποδύεται, κατορθώνει με τη φωνή της, το πρόσωπό της, το βλέμμα της και το σώμα της να εκφράσει όλα τα βαθιά επίπεδα που διακρίνουν την Μπλανς και που δεν φαίνονται με πρώτη ανάγνωση και να μας χαρίσει μια Μπλανς τόσο αληθινή όσο δεν είχαμε ποτέ φανταστεί. Η Αλεξία Καλτσίκη μοιάζει να κάνει μια βουτιά στον ψυχισμό της Μπλανς και να μας μεταδίδει την αλήθεια της με έναν τρόπο απόλυτα αληθινό. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πει για τη Μπλανς: «Δεν θέλω να την σκέφτομαι ως μία τραγική φιγούρα. Πάντα προσπαθούσε να αγγίξει κάτι μεγαλύτερο από αυτό που θα μπορούσε να κρατήσει». Η Αλεξία Καλτσίκη αντιμετωπίζει και εκείνη την Μπλανς με έναν παρόμοιο τρόπο και μας χαρίζει ένα πλάσμα σχεδόν ονειρικό που παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στη φαντασία και την ομορφιά από τη μία και στη σκληρή πραγματικότητα στην οποία καλείται να επιβιώσει από την άλλη. Η Μπλανς της Αλεξίας Καλτσίκη δεν είναι απλώς ένα θύμα αλλά μια πολύπλευρη προσωπικότητα με όνειρα και φιλοδοξίες που φαίνεται πως ξεπερνούν τις δυνατότητές της. Μια ανατριχιαστικά όμορφη, ευαίσθητη και καίρια ερμηνεία που θα θυμόμαστε για καιρό.
Ο Άρης Μπαλής είναι ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι και μας χαρίζει μία αξιέπαινη ερμηνεία. Ο Άρης Μπαλής (που μας είχε εντυπωσιάσει και στον «Αποτυχημένο» της ΕΛΣ) μας κερδίζει με έναν τρόπο απόλυτο συστήνοντάς μας σε έναν Στάνλεϊ πιο αναγνωρίσιμο και πιο ανθρώπινο από ποτέ. Μέσα από την σκηνοθετική καθοδήγηση αλλά και την δική του καθηλωτικά ειλικρινή ερμηνεία, ερχόμαστε σε επαφή με έναν Στάνλεϊ με σάρκα και οστά και όχι έναν στερεοτυπικό χαρακτήρα βγαλμένο από κάποιο θεατρικό βιβλίο. Ο Στάνλεϊ του Άρη Μπαλή είναι ένας άντρας που πέρασε τα νιάτα του στον πόλεμο απενεργοποιώντας νάρκες, ένας άντρας που έζησε τη φρίκη του πολέμου, ένας άντρας που έχει υποστεί ρατσισμό καθώς είναι μετανάστης δεύτερης γενιάς, ένας άντρας τραυματισμένος που αποφάσισε συνειδητά να πιστέψει στο αμερικανικό όνειρο και να μετατρέψει το τραύμα του σε μια σχέση αγάπης, σε μια οικογένεια, σε ένα σπίτι, σε έναν ασφαλή χώρο που κανείς δεν μπορεί να διαταράξει (ή έτσι τουλάχιστον νόμιζε μέχρι να εμφανιστεί η Μπλανς).
Αξίζει να σταθούμε λίγο πιο αναλυτικά εδώ στην επιλογή του Δημήτρη Καραντζά να υποδυθεί τον Στάνλεϊ Κοβάλσκι ένας άντρας με σωματότυπο διαφορετικό από αυτό που στερεοτυπικά είχε εγκαθιδρυθεί στο μυαλό μας λόγω του Μάρλον Μπράντο (και όσων θεατρικών και κινηματογραφικών παραγωγών ακολούθησαν), ένας άντρας με ενέργεια διαφορετική, ένας άντρας πολύπλευρος και πολυεπίπεδος. Μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη σκηνοθετική επιλογή και μακριά από κάθε κλισέ μοτίβο που έχουμε δει μέχρι τώρα και μια επιλογή που λειτούργησε με τρόπο μαγικό και ανανεωτικό χάρη στην αριστουργηματική ερμηνεία του Άρη Μπαλή που έρχεται να μας υπενθυμίσει πως ο Στάνλεϊ δεν είναι απλώς ένα στοιχείο «τοξικής αρρενωπότητας» που περιφέρει τον ναρκισσισμό του αλλά πολλά περισσότερα. Ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι του Άρη Μπαλή μάς σκουντάει ελαφρά στον ώμο και μας ψιθυρίζει πως ένας άντρας που κακοποιεί και που έχει ανάγκη για εξουσία και επιβολή δεν χρειάζεται να φέρει την «αμφίεση» ενός τοξικού μάτσο αρσενικού αλλά μπορεί να κρύβεται παντού, σε οποιοδήποτε χαμογελαστό πρόσωπο της διπλανής πόρτας, σε οποιονδήποτε άνθρωπο «υπεράνω πάσης υποψίας». Τα τέρατα κρύβονται παντού στην κοινωνία και αυτό είναι ένα από τα μηνύματα που μας περνάει η συγκεκριμένη ανάγνωση του έργου και πρόκειται για ένα μήνυμα εξαιρετικά σημαντικό (και ευγνωμονούμε τους συντελεστές για αυτό). Ο Άρης Μπαλής αξιοποιεί δημιουργικά όλα του τα εκφραστικά μέσα και δημιουργεί έναν ήρωα που πάλλεται συναισθηματικά. Μια ερμηνεία εξαιρετική. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε πει για τον Στάνλεϊ πως «είναι ρεαλιστής αλλά είναι και βάρβαρος» και ο Άρης Μπαλής μας πείθει απόλυτα για την αλήθεια του ρόλου που υποδύεται. Με μια χειμαρρώδη αλήθεια μέσα του και μια αφοπλιστική ειλικρίνεια, ο Άρης Μπαλής είναι ο Στάνλεϊ που πάντα ονειρευόμασταν να δούμε – ακόμα και αν δεν το είχαμε μέχρι τώρα συνειδητοποιήσει.
Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου είναι η Στέλλα Ντιμπουά, (η αδερφή της Μπλανς και η σύζυγος του Στάνλεϊ) και μας χαρίζει μια, επίσης, εξαιρετική ερμηνεία. Η Στέλλα της Δήμητρας Βλαγκοπούλου είναι μια ηρωίδα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο τεράστιους εγωισμούς που εκρήγνυνται και παρά την κακοποίηση που βιώνει, φαίνεται ως ο πιο υγιής χαρακτήρας που φέρει τα λιγότερα τραύματα. Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου αγγίζει τον ρόλο της Στέλλας με μια σπάνια ευαισθησία και ειλικρίνεια και μας κάνει να την κατανοήσουμε καλύτερα από ποτέ. Μας χαρίζει μια εκπληκτική ερμηνεία και φωτίζει τα διλήμματα της ηρωίδας της με έναν τρόπο μοναδικό.
Στον ρόλο του Μιτς συναντούμε τον Βασίλη Μαγουλιώτη με μια καίρια ερμηνεία και μια υπέροχη σκηνική παρουσία που χαρακτηρίζεται από τρυφερότητα. Στον ρόλο του Στιβ είναι ο Γιάννης Κόραβος με μια μεστή και δυναμική παρουσία και στον ρόλο της Ευνίκης η Ιωάννα Ραμπαούνη με μια, επίσης, υπέροχη σκηνική παρουσία.
Ο Τενεσί Ουίλιαμς είχε αρχικά ονομάσει το έργο του πριν το ολοκληρώσει: «Η βραδιά του πόκερ» και πράγματι, μοιάζει όλη η ιστορία σαν μια παρτίδα πόκερ που κάποιος θα βγει νικητής και κάποιος θα βγει νικημένος. Η πρώτη χαμένη φαίνεται να είναι η Μπλανς που εμφανώς έχασε στη μάχη της με τον Στάνλεϊ και μάλιστα πρόκειται για μία ήττα μεγάλων διαστάσεων. Όμως, αυτή η παρτίδα πόκερ δεν έχει στ’ αλήθεια κανέναν νικητή καθώς και ο Στάνλεϊ και η Στέλλα βγαίνουν, τελικά, χαμένοι – ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Μια παρτίδα πόκερ από όπου κανείς δεν θα βγει αλώβητος. Το γνωστό τέλος, όμως, της ιστορίας επαναπροσδιορίζεται σκηνοθετικά με έναν τρόπο λυτρωτικό που φέρει τον θεατή σε κάθαρση. Μπορεί στο Λεωφορείο ο Πόθος να βγαίνουν όλοι οι ήρωες χαμένοι στο τέλος, όμως, στην παράσταση στο Θέατρο Προσκήνιο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά έχουμε νικητή και αυτός είναι, αναμφίβολα, ο θεατής.
Το Λεωφορείο ο Πόθος στο Θέατρο Προσκήνιο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά είναι μια σπάνιας αξίας παράσταση που αξίζει να παρακολουθήσει κανείς, είναι ένας ύμνος στην επιθυμία, ένα συναισθηματικό σχόλιο πάνω στο τραύμα και μία υπενθύμιση για την ευθραυστότητα των ονείρων. Η παράσταση ευτυχεί μέσα από την εξαιρετική σκηνοθετική ματιά και τις καθηλωτικές ερμηνείες των ηθοποιών της. Το Λεωφορείο ο Πόθος στο Θέατρο Προσκήνιο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά είναι αναμφίβολα το καλύτερο «Λεωφορείο ο Πόθος» που έχουμε παρακολουθήσει και είναι μια παράσταση που θα κουβαλάμε μέσα μας για καιρό. Μια παράσταση – αριστούργημα που συναρπάζει.
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Θέατρο Προσκήνιο
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνικό: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Μουσική: Γιώργος Ραμαντάνης
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης
Artwork, Φωτογραφίες & Video: Γκέλυ Καλαμπάκα
Δημόσιες Σχέσεις & Επικοινωνία: Όλγα Παυλάτου
Social Media: Renegade Media
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη
ΔΙΑΝΟΜΗ
Μπλανς Ντιμπουά: Αλεξία Καλτσίκη
Στάνλεϊ Κοβάλσκι: Άρης Μπαλής
Στέλλα Κοβάλσκι: Δήμητρα Βλαγκοπούλου
Μιτς: Βασίλης Μαγουλιώτης
Στιβ: Γιάννης Κόραβος
Ευνίκη: Ιωάννα Ραμπαούνη