«Βασιλιάς Ληρ» του William Shakespeare στο Θέατρο Arroyo
Γράφει η Λουκία Μητσάκου
Πόσο μπορεί να τυφλώσει έναν άνθρωπο η εξουσία; Πόσο εύκολο είναι να ξεγελαστεί κάποιος από την εγωπάθειά του και να πιστεύει λόγια χωρίς αντίκρυσμα, λόγια που του λένε επειδή ξέρουν πως αυτά θέλει να ακούσει; Πόσο δύσκολο είναι να απαλλαγούμε από τις ψευδαισθήσεις μας; Πόσο επίπονη είναι η διαδρομή προς την αυτογνωσία; Το φαίνεσθαι και το είναι. Οι πράξεις που μιλάνε δυνατότερα από τα λόγια. Αυταρχισμός, άδολη αγάπη, σεβασμός και αχαριστία, εγωπάθεια και ταπεινότητα. Όλες οι μεγάλες αντιθέσεις της ανθρώπινης φύσης κλεισμένες σε ένα από τα σπουδαιότερα έργα του William Shakespeare, τον Βασιλιά Ληρ.
Ο Βασιλιάς Ληρ είναι μία ναρκισσιστική προσωπικότητα που τίποτα δεν τον εμποδίζει να καταπατά την εξουσία του και να φέρεται με τρόπο βίαιο και αυταρχικό. Σε προχωρημένη ηλικία, αποφασίζει να διαιρέσει και να παραχωρήσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του, ζητώντας ως αντάλλαγμα να δηλώσουν δημόσια το μέγεθος της αγάπης τους για αυτόν και έτσι ξεκινάει η ιστορία. Ο Ληρ θέλει να ακούσει πόσο τον αγαπούν και πόσο σπουδαίος είναι και όλα τα πράγματα που πιστεύει για τον εαυτό του, θέλοντας να ταΐσει την εγωπάθειά του και τον ναρκισσισμό του. Ταυτόχρονα, η στιγμή αυτή που ζητάει από τις κόρες του να του επιδείξουν την αγάπη τους, είναι μία πολύ ανθρώπινη στιγμή, μια ευάλωτη ψυχολογικά στιγμή, όπου ο Ληρ αναζητά κάποιου είδους ασφάλεια για το μέλλον του, ένα εχέγγυο, μια αίσθηση ασφάλειας πως θα τον προσέχουν και θα τον σέβονται και θα τον αγαπούν ακόμα και χωρίς την εξουσία του. Ο Βασιλιάς και ο Πατέρας. Ποιος ρόλος θα κερδίσει;
Ενθουσιασμένος από τις υπερβολικές κολακείες των δύο μεγαλύτερων θυγατέρων τους, αλλά οργισμένος από την αδράνεια της αγαπημένης του τρίτης, διαιρεί το βασίλειο του στα δυο, αποκληρώνοντας και εξορίζοντας τη μικρότερη θυγατέρα του και εκδιώκοντας τον πιστό του φίλο που την υποστηρίζει. Χωρίς βασιλική εξουσία, εξακολουθώντας όμως να συμπεριφέρεται με αυταρχισμό, συναντά τις ευνοημένες κόρες του και βιώνει την αχαριστία και την αλαζονεία τους. Διωγμένος και απογυμνωμένος από όλες του τις αυταπάτες καταλήγει να περιπλανάται στην ερημιά, σε μια άγρια νύχτα μέσα σε μια φοβερή καταιγίδα, παλεύοντας με τους δαίμονες του.
Πώς μπορεί ένα τόσο περίπλοκο σαιξπηρικό κείμενο με τόσους πολλούς χαρακτήρες να μεταγραφεί σε χοροθέατρο και να παρουσιαστεί σε εκδοχή flamenco με παντελή απουσία λόγου; Γιατί είναι άλλο πράγμα να παρακολουθήσεις μια παράσταση μοντέρνου χορού όπου ένα ζευγάρι γνωρίζεται, ερωτεύεται και χωρίζει και άλλο πράγμα να παρακολουθήσεις ένα χοροθέατρο flamenco όπου διηγείται μια σαιξπηρική τραγωδία με κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα. Πού θα διοχετευτεί αυτός ο πυκνός λόγος, οι διάλογοι, οι χαρακτήρες, η αλλαγή των σκηνών; Πώς θα καταλάβει ο θεατής την ιστορία που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του χωρίς το κείμενο;
Ευτυχώς για όλους μας ο χορογράφος και σκηνοθέτης Σταύρος Λίτινας έχει την απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα και κερδίζει με μεγαλειώδη επιτυχία αυτό το δύσκολο στοίχημα παρουσιάζοντας μία παράσταση που ο θεατής θα κουβαλάει μέσα του για καιρό.
Ο Σταύρος Λίτινας αναλαμβάνει την σκηνοθεσία, τη δραματουργία, τα σκηνικά, τα κοστούμια, την μουσική επιμέλεια και, φυσικά, κάποιες από τις χορογραφίες. Καταφέρνει αυτό που φάνταζε ακατόρθωτο: Ο θεατής μπορεί να καταλάβει τους χαρακτήρες, την πλοκή, τους διαλόγους και τις σκηνές αποκλειστικά μέσα από τον χορό και με παντελή απουσία λόγου.
Το flamenco ως χορογραφικό εργαλείο αποδεικνύεται πανίσχυρο και μέσω της κρουστής του φύσης, το σώμα του χορευτή ταυτόχρονα γειώνεται αλλά και ανυψώνεται. Αυτός ο κραδασμός διεγείρει όχι μόνο την ακοή αλλά όλες τις αισθήσεις του θεατή, ο οποίος με σαφήνεια καλείται από τον σκηνοθέτη να αφεθεί, να ενεργοποιήσει όλες του τις αισθήσεις και να ζήσει μια πολύ ξεχωριστή εμπειρία. Το flamenco μετατρέπεται σε μία γλώσσα από μόνο του, χρησιμοποιείται με τρόπους παραδοσιακούς αλλά και λιγότερο παραδοσιακούς και μεταδίδει στο θεατή όλα τα απαραίτητα νοήματα χωρίς την παραμικρή δυσκολία. Ο θεατής του Βασιλιά Ληρ του Σταύρου Λίτινα όχι απλώς δεν χάνει κάτι από τα λόγια του σαιξπηρικού κειμένου αλλά επιπλέον κερδίζει όλα όσα κρύβονται πίσω από τις λέξεις του Σαίξπηρ, όλα τα κρυμμένα νοήματα που μπορεί να προσλάβει κανείς χρησιμοποιώντας τη φαντασία του και ενεργοποιώντας όλες του τις αισθήσεις και την αντίληψή του. Η ουσία βρίσκεται πίσω από τις λέξεις και αυτό το γεγονός παρουσιάζεται περίτρανα σε αυτή την παράσταση όπου μετατρέπεται λιγότερο σε παραδοσιακή παράσταση και περισσότερο σε καθηλωτική εμπειρία.
Το σκηνικό της παράστασης είναι λιτό και αυτό μας κάνει να εστιάσουμε ακόμα περισσότερο στη γυμνή αλήθεια των χαρακτήρων και της ανθρώπινης φύσης εν γένει. Το λιτό σκηνικό ως σκηνοθετική απόφαση φέρνει ακόμα περισσότερο σε πρώτο πλάνο την ειλικρινή σωματική γλώσσα που πετάει από πάνω της οτιδήποτε περιττό και μας μεταδίδει την μοναξιά του ανθρώπου και όλες τις αντιθέσεις στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Δεν βλέπεις απλώς τον Βασιλιά στην πραγματική του φύση. Σε κάνει να δεις τον εαυτό σου πιο καθαρά από ποτέ.
Ο Σταύρος Λίτινας δημιουργεί τα σκηνικά του περίτεχνα χρησιμοποιώντας πανέξυπνους συμβολισμούς που δεν αφήνουν κανένα αδιάφορο.
Η σκηνή βρίσκεται στη μέση της αίθουσας και οι θεατές παρακολουθούν και από τις δύο πλευρές. Στη σκηνή δεν βρίσκεται ποτέ ένας χορευτής μόνος του. Αντίθετα, συμβαίνουν παράλληλα πράγματα σε όλη τη σκηνή και αυτό προσδίδει μία υπέροχη αίσθηση βάθους αλλά και την ψευδαίσθηση πως ο θεατής δεν είναι απλώς ένας θεατής. Είναι μέρος αυτής της εμπειρίας, είναι μέρος της παράστασης. Είναι συνένοχος. Και ο θεατής πρέπει να απαλλαγεί από τις ψευδαισθήσεις του. Και ο θεατής πρέπει να οδηγηθεί στην αυτογνωσία και να επανεφεύρει τον εαυτό του.
Στο κέντρο της σκηνής βρίσκεται ένα κυκλικό βάθρο, όπου ο ήρωας δίνει την δική του «παράσταση», την παράσταση της ζωής του, μεταβαίνοντας από την μία ψυχολογική κατάσταση στην άλλη και διαπερνώντας όλο το φάσμα των συναισθημάτων. Στέκεται στο βάθρο όπου όλοι τον κοιτάζουν, σαν να παίρνει μέρος σε κάποιο σόου. Στις άκρες της σκηνής βρίσκονται δύο θρόνοι, δύο θώκοι με πλάτες από μεταλλικό καθρέπτη. Καθρέπτη για να ταΐσει κανείς την εγωπάθειά του και το ναρκισσισμό του, καθρέπτη για να βλέπει το στέμμα του και την εξουσία του και να νιώθει ανώτερος από τους άλλους, καθρέπτη για να αναγκαστεί να δει κάποια στη στιγμή τον εαυτό του κατάματα, να διαχειριστεί την αλήθεια και τις ψευδαισθήσεις.
Τα κουστούμια της παράστασης σε σύλληψη Σταύρου Λίτινα και κατασκευή Δέσποινας Μουτάφη δεν είναι καθόλου λιτά. Είναι πλούσια και πανέμορφα και δημιουργούν εξαιρετικές εικόνες, που υπογραμμίζουν την ματαιοδοξία. Δένουν εξαιρετικά στον χώρο, στην πλοκή και στους χαρακτήρες. Πρόκειται για καταπληκτική δουλειά.
Στην παράσταση υπάρχει ζωντανή μουσική με τραγούδι από την Δανάη Κατσαμένη και πιάνο από την Αλίνα Αναστασιάδη, οι οποίες είναι και οι δύο υπέροχες. Η παρουσία της τραγουδίστριας ανάμεσα στους ήρωες μοιάζει σαν να μας μεταδίδει τα συναισθήματά τους και τις βαθύτερες σκέψεις τους και δένει εξαιρετικά με την υπόλοιπη παράσταση. Πολύ καλή ιδέα και εξαιρετική εκτέλεση που μαγνητίζει τον θεατή. Μια ειδική μνεία πρέπει να δοθεί και στην εκπληκτική επιλογή των μουσικών κομματιών που ακούγονται στην παράσταση. Η μουσική γίνεται και εκείνη ένας ακόμα πρωταγωνιστής και δένει τέλεια με το σύνολο, σε σημείο που νιώθεις πως το Creep και το Palladio γράφτηκαν αποκλειστικά για αυτή την παράσταση. Το υπέροχο αποτέλεσμα της μουσικής είναι σαφές πως είναι αποτέλεσμα πολλής σκέψης, σκληρής δουλειάς και σεβασμού στον θεατή και αξίζει πολλά συγχαρητήρια.
Η Φανή Δεμέστιχα, η Τζέσικα Καϊμπαλή, η Μαρία Μανδραγού, ο Τάσος Μπεκιάρης, η Ηλέκτρα Χρύσανθου και ο Σταύρος Λίτινας αναλαμβάνουν τις χορογραφίες της παράστασης, οι οποίες είναι εξαιρετικές.
Η παράσταση μέσα από τις χορογραφίες, τη μουσική, το τραγούδι, τα κοστούμια, τους φωτισμούς δημιουργεί μια μοναδική εμπειρία και αποτελεί από μόνης της ένα έργο τέχνης, αφού εικαστικά και ως εικόνα και φωτογραφία είναι αρτιότατο και χαρίζει στον θεατή εικόνες που θα αργήσει πολύ να ξεχάσει. Η σκηνή όπου στο βάθρο στέκουν οι δύο αδελφές είναι από μόνη της ένα tableau vivant.
Οι χορευτές/χορεύτριες της παράστασης είναι όλοι τους εξαιρετικοί και δένουν πολύ αρμονικά ως ομάδα. «Ο χορός είναι η κρυμμένη γλώσσα της ψυχής, του σώματος», έλεγε η Martha Graham και οι πρωταγωνιστές της παράστασης «Βασιλιάς Ληρ» είναι η τρανή απόδειξη των λεγομένων της.
Ο Σταύρος Λίτινας στον ρόλο του Βασιλιά Ληρ είναι καθηλωτικός. Μέσα από τον χορό του και τον χτύπο των ποδιών του, ο θεατής κατανοεί τις ψυχολογικές του μεταπτώσεις. Ο διαφορετικός ήχος των χτυπημάτων του αυταρχικού, ναρκισσιστή Βασιλιά και του συνειδητοποιημένου Ληρ στην διαδρομή της αυτογνωσίας αλλά και της τρέλας μαγνητίζει τον θεατή.
Οι τρεις κόρες του Βασιλιά Ληρ είναι η Ηλέκτρα Χρύσανθου, η Φανή Δεμέστιχα και η Βάσια Κατσιγιάννη.
Η Ηλέκτρα Χρύσανθου στον ρόλο της Γκόνεριλ, της κόρης του Βασιλιά Ληρ, μιας γυναίκας διψασμένης για εξουσία, μας πείθει απόλυτα για την αλήθεια του χαρακτήρα της Γκόνεριλ με τις χορευτικές της δεξιότητες και την σκηνική της παρουσία.
Η Φανή Δεμέστιχα είναι η Ρέγκαν, η δεύτερη κόρη του Βασιλιά Ληρ, εξίσου άπληστη για εξουσία και έχοντας κληρονομήσει όχι μόνο το Βασίλειο αλλά και τον χαρακτήρα του και μας κερδίζει με την παρουσία της, με την καθηλωτική κίνηση των χεριών της και τις χορευτικές της δεξιότητες.
Η Βάσια Κατσιγιάννη στον ρόλο της Κορτνέλια, την τρίτης κόρης του Βασιλιά Ληρ, της μικρότερης κόρης και της μόνης με ειλικρινή αγάπη για τον πατέρα της, μας κερδίζει ως η μόνη καλή κόρη που αρνείται να πει ψέμματα και νοιάζεται πραγματικά για τον πατέρα της.
Η Άνια Βασιλείου στον ρόλο του Έντγκαρ, η Τζέσικα Καϊμπαλή στον ρόλο του Έντμοντ, του νόθου αδερφού του Έντγκαρ και η Μαρία Μανδραγού στον ρόλο του Γελωτοποιού, του Τρελού μας κερδίζουν με την σκηνική τους παρουσία και τις χορευτικές τους ικανότητες και δίνουν μία ιδιαίτερη νότα στην ατμόσφαιρα της παράστασης.
Ο Βασιλιάς Ληρ είναι ένα έργο κοινωνικοπολιτικό και αλλά και βαθιά ανθρώπινο και ο Βασιλιάς Ληρ σε σκηνοθεσία Σταύρου Λίτινα θίγει πολλά ζητήματα όπως αυτά της αχαριστίας, της δίψας για εξουσία, του αυταρχισμού, της αυταπάτης και των ψευδαισθήσεων αλλά και της αυτογνωσίας.
Έχοντας δει τις προηγούμενες παραστάσεις του εξαιρετικού πάντα Σταύρου Λίτινα και κυρίως τα: «Σαλώμη» του Oscar Wilde, «Δεσποινίς Τζούλια» του Strindberg, «Το Σπίτι της Bernarda Alba» του Lorca πήγα στο θέατρο Arroyo με υψηλές προσδοκίες, όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να προκαταβάλει την ανεπανάληπτη εμπειρία που βιώσαμε. Ο Σταύρος Λίτινας ξεπέρασε τον εαυτό του και μας χάρισε με απίστευτη γενναιοδωρία την καλύτερη παράσταση που έχει ανεβάσει ως σήμερα και μία ανεπανάληπτη εμπειρία για όλες μας τις αισθήσεις που θα κουβαλάμε μέσα μας για καιρό.
Σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα.
Ταυτότητα παράστασης
«Βασιλιάς Ληρ» του William Shakespeare στο Θέατρο Arroyo
Πληροφορίες για την παράσταση
Σκηνοθεσία-δραματουργία: Σταύρος Λίτινας
Χορογραφίες: Φανή Δεμέστιχα, Τζέσικα Καϊμπαλή, Μαρία Μανδραγού, Τάσος Μπεκιάρης, Ηλέκτρα Χρύσανθου, Σταύρος Λίτινας
Σκηνικά, κοστούμια, μουσική επιμέλεια: Σταύρος Λίτινας
Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου
Σχεδιασμός ήχου: Γιώργος Ανδριώτης
Κατασκευή κοστουμιών: Δέσποινα Μουτάφη
Χειρισμός ήχου & φώτων: Λυδία Τσάτσου-Παρασκευοπούλου
Σχεδιασμός μακιγιάζ: Όλγα Φαλέι
Σχεδιασμός κομμώσεων: Θωμάς Γαλαζούλας
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Video: Πάτροκλος Σκαφίδας
Social media: Δημήτρης Μιχαηλίδης
Παίζουν
Βασιλιάς Ληρ: Σταύρος Λίτινας
Γκονεριλ: Ηλέκτρα Χρύσανθου
Ρέγκαν: Φανή Δεμέστιχα
Κορντέλια: Βάσια Κατσιγιάννη
Εντγκαρ: Άνια Βασιλείου
Εντμοντ: Τζέσικα Καϊμπαλή
Γελωτοποιός: Μαρία Μανδραγού
Τραγούδι: Δανάη Κατσαμένη
Πιάνο: Αλίνα Αναστασιάδη