Αρκουδοράχη του Εντ Τόμας
Γράφει η Λουκία Μητσάκου
Είμαστε οι μνήμες μας. Είμαστε οι αναμνήσεις μας. Είμαστε όσα ζήσαμε, οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, τα μέρη που επισκεφθήκαμε, οι μουσικές που ακούσαμε, οι λέξεις που είπαμε. Τι θα συμβεί αν χάσουμε τις μνήμες μας; Τι θα συμβεί αν ξεχάσουμε τη γλώσσα μας, άρα και τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο; Ποιοι είμαστε χωρίς τις μνήμες μας; Και τι είμαστε διατεθειμένοι να θυσιάσουμε μόνο και μόνο για να προστατέψουμε αυτές τις μνήμες;
Το έργο «Αρκουδοράχη» του Εντ Τόμας είναι μία σπουδή στην απώλεια.
Οι μνήμες μας είναι τα μέρη που ζήσαμε, οι άνθρωποι που αγαπήσαμε, οι άνθρωποι που μας βοήθησαν και βοηθήσαμε, τα πράγματα που αγαπήσαμε και δεν μας απογοήτευσαν ποτέ αλλά και οι λέξεις που είπαμε και οι λέξεις που ακούσαμε.
Ο φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein έλεγε: «Τα όρια της γλώσσας μου καθορίζουν τα όρια του κόσμου μου». Με άλλα λόγια, αν δεν μπορώ να περιγράψω κάτι με λέξεις, τότε δεν υπάρχει. O ανθρωπολόγος και γλωσσολόγος Edward Sapir υποστήριζε πως η γλώσσα που μιλάει ένας λαός επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο και την πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, όσο μιλάμε διαφορετικές γλώσσες ζούμε και σε διαφορετικούς κόσμους, αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά την πραγματικότητα. Πόσο σημαντική είναι η γλώσσα μας για την ταυτότητά μας και για τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο; Τι θα μας συμβεί αν ξεχάσουμε τη γλώσσα μας; Τι θα συμβεί αν μας αναγκάσουν να ξεχάσουμε τη γλώσσα μας; Ποιοι θα είμαστε τότε;
Το θέμα της διατήρησης της μνήμης όταν ένας λαός, ένας πολιτισμός ή μία γλώσσα είναι υπό εξαφάνιση και διώκεται ώστε να εξολοθρευτεί είναι βασικό θέμα στο έργο «Αρκουδοράχη» του Εντ Τόμας. Η εξαφάνιση μιας γλώσσας που μπορεί να φέρει την εξαφάνιση της μνήμης, της ταυτότητας αλλά και της ίδιας της ζωής. Η διατήρηση της μνήμης, η νοσταλγία για το παρελθόν, η απώλεια του μέρους που ζήσαμε τη ζωή μας, η απώλεια της ευτυχίας, η απώλεια των προσδοκιών και της αισιοδοξίας και το πένθος που φέρνουν αυτές οι απώλειες.
Τι συμβαίνει στο έργο «Αρκουδοράχη» του Εντ Τόμας;
Βρισκόμαστε σε ένα ερημωμένο χωριό. Ένα ζευγάρι αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει το χασάπικό του ακόμα και αν δεν έχουν ούτε έναν πελάτη πια. Ο Τζοχν Ντάνιελ (Αργύρης Ξάφης) και η Νόνι, η γυναίκα του (Δέσποινα Κούρτη), χρησιμοποιούν τις μνήμες τους ως μηχανισμό επιβίωσης και μένουν στο χασάπικο ακόμα και με την συνειδητοποίηση ότι μπορεί να πεθάνουν από το κρύο και την ασιτία. Μαζί τους είναι και ο Ίβαν Γουίλχιαμ (Δημήτρης Γεωργιάδης), ο νεαρός σφαγέας που αποτελεί ένα κομμάτι της προηγούμενης ζωής τους και που τους συνδέει με όσα έχουν χάσει. Ξαφνικά καταφθάνει στο μαγαζί ένας άγνωστος, ένας εισβολέας, ο Κάπταιν (Ιωσήφ Ιωσηφίδης) κρατώντας ένα όπλο. Δεν γνωρίζουμε ούτε ποιος είναι ούτε τι σκοπό έχει. Πώς θα λειτουργήσουν οι μνήμες και των τεσσάρων ηρώων ως προς την επιβίωσή τους;
ΚΑΠΤΑΙΝ: Είσαι ευτυχισμένη Νόνι;
ΝΟΝΙ: Όχι.
ΚΑΠΤΑΙΝ: Ούτε εγώ.
ΚΑΠΤΑΙΝ: Τελειώνει ποτέ ο πόλεμος;
ΝΟΝΙ: Δεν νομίζω, όχι.
Ο Ουαλός Εντ Τόμας (Ed Thomas) είναι συγγραφέας, σκηνοθέτης, παραγωγός και έχει ασχοληθεί με το θέατρο, την τηλεόραση, τον κινηματογράφο και το ραδιόφωνο αποσπώντας πολλά βραβεία. Έγραψε την Αρκουδοράχη (On Bear Ridge) μόλις το 2019. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα από την ομάδα ΠΥΡ. Είναι ένα έργο κωμικοτραγικό, ένα έργο που αγγίζει τα χαρακτηριστικά του θεάτρου του παραλόγου, ένα έργο διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, ένα έργο γροθιά στο στομάχι και ταυτόχρονα απόλυτα ποιητικό και ευαίσθητο. Η Αρκουδοράχη είναι ένα έργο βαθύ και πολυεπίπεδο που θέτει πολλά ερωτήματα και που – ευτυχώς για όλους μας- αρνείται να μας δώσει έτοιμες τις απαντήσεις.
ΚΑΠΤΑΙΝ: Έχω κάνει πράγματα που ντρέπομαι βαθιά για αυτά. Πολλοί δεν θα μπορούσαν να μου τα συγχωρέσουν. Δεν είμαι όμως μόνο εγώ. Όλοι είμαστε ένοχοι, αυτό λέω. Που χάσαμε τον στόχο μας. Εφησυχάσαμε, το χειρότερο. Εμείς αφήσαμε τα πράγματα να φτάσουν εκεί που έφτασαν. Καπίς; Τα παιδιά μας δεν πρόκειται να μας συγχωρέσουν ποτέ.
Οι αναμνήσεις των ηρώων δεσπόζουν στο έργο. Οι ήρωες είναι οι αναμνήσεις τους, είναι όσα έζησαν. Όμως, οι νευροεπιστήμες μας έχουν ενημερώσει για το πόσο αναξιόπιστες μπορεί να είναι οι αναμνήσεις μας. Η αλήθεια είναι πως κάθε φορά που ανασύρουμε μια ανάμνηση, αυτή αλλοιώνεται και λίγο, κάποια στοιχεία της αλλάζουν. Όσο πιο πολύ ανασύρουμε μια ανάμνηση, τόσο περισσότερο εκείνη αλλοιώνεται με αποτέλεσμα η ανάμνηση αυτή να μετατρέπεται με το πέρασμα του χρόνου σε έναν παντελώς αναξιόπιστο αφηγητή. Αν, όμως, είμαστε οι αναμνήσεις μας και οι αναμνήσεις μας χάνονται ή αρχίζουν να είναι αναξιόπιστες, τότε ποιοι είμαστε; Αν η ταυτότητά σου είναι οι μνήμες σου και οι μνήμες χάνονται, τότε πώς θα ξέρεις ποιος είσαι στ’ αλήθεια;
Σε μία από τις πολλές συγκλονιστικές στιγμές της παράστασης, ο Τζοχν Ντάνιελ (Αργύρης Ξάφης) φοβάται πως φορώντας καθημερινά το μοναδικό του παντελόνι θα καταστρέψει τις μνήμες του. Ακούγεται παράλογο σε πρώτη ανάγνωση -ίσως και αστείο- αλλά, αν κοιτάξει κανείς λίγο βαθύτερα και προσπαθήσει να καταλάβει πώς συνδέεται το παντελόνι με τις μνήμες του και την ταυτότητά του, θα συνειδητοποιήσει πως πρόκειται για ένα κείμενο ανατριχιαστικά καθηλωτικό που ο θεατής θα κουβαλάει μέσα του για καιρό και θα τον κάνει να αναθεωρήσει τα πάντα.
ΤΖΟΧΝ ΝΤΑΝΙΕΛ: Αν βάζω βγάζω συνέχεια το παντελόνι μου δεν θα είναι πια ούτε αυτό παντελόνι. Και αν το παντελόνι μου δεν είναι πια παντελόνι αλλά ξεσκονόπανα, που έχουν πάει οι μνήμες μου; Αν δεν έχω μνήμες πώς θα μπορώ και εγώ να παραμείνω ο Τζοχν Ντάνιελ; Είχα πάντα τόσο καλή μνήμη όπως και εσύ Νόνι. Αν χάσω την μνήμη μου, πώς θα σταματήσουμε κάποιον από το να εμφανιστεί απλά εδώ πέρα, να χτυπήσει την πόρτα μας και να αρχίσει να μας λέει τι έγινε και τι δεν έγινε στη ζωή μας; Η μνήμη μου είναι η απόδειξη ότι εγώ και όλοι πριν από μένα υπήρξαμε εδώ, ότι τα πράγματα που συνέβησαν όντως συνέβησαν. Ήταν αλήθεια. Το παντελόνι μου μου θυμίζει ποιος είμαι Νόνι. Ποιος ήμουν. Που ήμουν. Αν γίνει ξεσκονόπανα δεν υπάρχει ελπίδα – τέλειωσαν όλα για μένα και για αυτά.
Ο Τζοχν Ντάνιελ είναι ο μόνος που μιλάει την «παλιά γλώσσα», μια γλώσσα χωρίς φυσικούς ομιλητές πια, μια νεκρή γλώσσα. Και θεωρεί υποχρέωσή του να τη θυμάται, να μην ξεχαστεί η γλώσσα αυτή, για να μην ξεχαστούν αυτοί που έφυγαν, για να μην ξεχάσει ο ίδιος ποιος είναι, για να μην ξεχάσει τον κόσμο. Τι θα του συμβεί αν αρχίσει να ξεχνάει αυτή τη γλώσσα; Αν σταματήσει να θυμάται λέξεις; Αν αυτή η γλώσσα αρχίσει και ξεθωριάζει σιγά σιγά;
ΤΖΟΧΝ ΝΤΑΝΙΕΛ: Σε αυτά τα συνδεδεμένα δωμάτια μιλάω την παλιά γλώσσα, γιατί σε αυτά τα αλληλοσυνδεδεμένα δωμάτια η γλώσσα της ιστορίας τους είναι άλλη από αυτήν που μιλάμε τώρα. Και η μνήμη είναι σε εκείνη την γλώσσα, γιατί οι άνθρωποι σε εκείνη την μνήμη, αυτήν μιλούν. Αν ξεχάσω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, θα την χάσω αυτή την παλιά γλώσσα και μόνο επειδή θυμάμαι το παρελθόν μπορώ να την μιλάω. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να περπατάω σε αυτούς τους διαδρόμους, να πηγαίνω σε αυτά τα αλληλοσυνδεδεμένα δωμάτια με την παλιά τους γλώσσα όσο πιο τακτικά μπορώ. Αν δεν το κάνω η γλώσσα αυτή θα πεθάνει και μαζί της και η μνήμη τους. Και αν συμβεί αυτό, τότε εγώ ποιος θα είμαι; Ποιος θα είμαι;
ΤΖΟΧΝ ΝΤΑΝΙΕΛ: Και οι παλιοί ύμνοι και η παλιά γλώσσα.
ΝΟΝΙ: Ο Τζοχν ακόμη θυμάται παλιές λέξεις.
ΚΑΠΤΑΙΝ: Νόμιζα ότι είχε πεθάνει αυτή η παλιά γλώσσα.
ΤΖΟΧΝ ΝΤΑΝΙΕΛ: Έχει πεθάνει. Εγώ όμως όχι.
Την μετάφραση του έργου αναλαμβάνει ο Αργύρης Ξάφης. Πρόκειται για μία εκπληκτική δουλειά, μια γλώσσα που ρέει εύκολα και δημιουργεί δραματικές και κωμικές στιγμές και αφήνει φράσεις χαραγμένες στη μνήμη του θεατή. Είναι πασιφανής η σκληρή δουλειά που έγινε για την μετάφραση και είναι εξίσου πασιφανές πόσο αγάπησε ο μεταφραστής το έργο αυτό- και μας έκανε και εμάς να το λατρέψουμε. Μια υπέροχη μετάφραση ενός σπουδαίου έργου που σίγουρα θα διαβάζουμε και θα ξαναδιαβάζουμε συχνά τα επόμενα χρόνια.
Την σκηνοθεσία αναλαμβάνει η Ιώ Βουλγαράκη, η οποία με τις επιλογές της μας χαρίζει μια συναρπαστική παράσταση. Μια ειδική μνεία αξίζει να δοθεί στα βλέμματα, στις χειρονομίες, στις σιωπές και στις παύσεις, οι οποίες έχουν χρησιμοποιηθεί αριστοτεχνικά- σιωπές που κάνουν κρότο και συγκλονίζουν τον θεατή. Τα όσα δεν λέγονται αποκτούν τεράστια δυναμική.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια αναλαμβάνει η Anna Fedorova και μας μεταφέρει σε ένα ερημωμένο χασάπικο. Ξύλινα έπιπλα που είναι καταδικασμένα να γίνουν καυσόξυλα αν θέλουν να επιβιώσουν οι πρωταγωνιστές, άδεια τσιγκέλια κρεμασμένα από το ταβάνι, μία καρέκλα, ένα πικάπ. Ατμοσφαιρικά σκηνικά που προσδίδουν στην παράσταση δυναμική και μας μεταφέρουν με επιτυχία στην χιονισμένη και κρύα Αρκουδοράχη.
Την κινησιολογία αναλαμβάνει η Κατερίνα Φώτη με υπέροχα αποτελέσματα, αφού η εξαιρετική κινησιολογία των ηθοποιών είναι από τα στοιχεία της παράστασης που τραβούν αμέσως το ενδιαφέρον του θεατή. Κάθε κίνηση είναι λεπτομερώς σχεδιασμένη και εκλεπτυσμένα εκτελεσμένη. Μια ειδική μνεία αξίζει να δοθεί στην σκηνή που ο Τζοχν Ντάνιελ χορεύει με την Νόνι. Μια σκηνή ανατριχιαστικά όμορφη.
Ο Αργύρης Ξάφης είναι ο Τζοχν Ντάνιελ. Είναι ο μόνος που μιλάει την «παλιά γλώσσα» και αγωνίζεται να διατηρήσει τις μνήμες του. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον τόπο του, είναι αυτός ο ίδιος η Αρκουδοράχη. Έχουμε δει πολλές υπέροχες ερμηνείες του Αργύρη Ξάφη όλα αυτά τα χρόνια. Γνωρίζαμε καλά πόσο καλός ηθοποιός είναι. Η ερμηνεία του στην Αρκουδοράχη ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας. Αληθινός, άμεσος, συγκινητικός σε έναν αντικειμενικά δύσκολο ρόλο και σε κάθε του λέξη, σε κάθε του βλέμμα, σε κάθε σιωπή, σε κάθε μικροέκφραση του προσώπου του, σε κάθε αναπαίσθητη κίνηση των δαχτύλων του. Ένα ρεσιτάλ ερμηνείας. Συνταρακτικός.
Η Δέσποινα Κούρτη είναι η Νόνι, η γυναίκα του Τζοχν Ντάνιελ. Το ζευγάρι βρίσκεται στο κέντρο του έργου και όλα περιστρέφονται γύρω από αυτό. Η σχέση τους, η αγάπη τους, οι απώλειές τους. Η Νόνι δεν μιλάει την «παλιά γλώσσα». Συμφωνεί με τον άντρα της, διαφωνεί, τον στηρίζει, τον αγαπάει, γελάει και πενθεί. Στέκεται θαραλλέα και περήφανα απέναντι στην καταστροφή που έρχεται. Η Δέσποινα Κούρτη μας χαρίζει μία πραγματικά υπέροχη ερμηνεία και μία από τις καλύτερες ερμηνείες σε γυναικείους ρόλους που έχουμε δει φέτος. Καθηλωτική, ευαίσθητη, αληθινή.
Αξίζει να αναφερθούμε και στο πόσο υπέροχα αρμονικά δένουν ο Αργύρης Ξάφης και η Δέσποινα Κούρτη μαζί στην σκηνή. Η σκηνή που ακούν την μουσική της παλιάς γλώσσας και χορεύουν είναι καθηλωτική.
Ο Δημήτρης Γεωργιάδης είναι ο Ίβαν Γουίλχιαμ. Ο Ίβαν Γουίλχιαμ είναι ο νεαρός σφαγέας που επιμένει να μένει και εκείνος στο χασάπικο με το ζευγάρι και μέσα από τις δικές του αναμνήσεις συνδέεται με εκείνους αλλά και με το αγόρι που δεν βρίσκεται πια εκεί. Ο Ίβαν Γουίλχιαμ κουβαλάει καιρό μέσα του ένα μεγάλο μυστικό. Ο Δημήτρης Γεωργιάδης μας χαρίζει μία πολύ καλή ερμηνεία και έναν πολύ όμορφο μονόλογο λυτρωτικό για τον ήρωα αλλά και για τον θεατή, με μία παρουσία σταθερή, συγκινητική και δυναμική ταυτόχρονα.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ο Κάπταιν, ο άγνωστος που έρχεται στο μαγαζί. Ο Κάπταιν φοράει στρατιωτικά ρούχα και κρατάει όπλο. Ο πόλεμος και η προσωπική του ιστορία τον έχουν λυγίσει. Το δυνατό του περίβλημα καταρρέει όταν αφήνεται στις αναμνήσεις του να τον κατακλύσουν. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης μας ταξιδεύει σε όλες του τις ψυχολογικές μεταπτώσεις με απόλυτη ειλικρίνεια και αλήθεια και μας συγκινεί. Μεταμορφώνεται και μεταμορφώνει και τον θεατή. Εύθραστος και απόλυτα αληθινός. Υπέροχος.
Σε ένα σκοτεινό, δυστοπικό, μετα-αποκαλυπτικό τοπίο, σε ένα τοπίο απόλυτης καταστροφής και ερήμωσης, οι ήρωες του έργου δεν εγκαταλείπουν. Μένουν εκεί ακόμα και αν δεν είναι η πιο έξυπνη ή πιο πρακτική απόφαση. Μένουν εκεί που νιώθουν πως πραγματικά ανήκουν και επιμένουν. Επιμένουν σε αυτό που ξέρουν, αρνούνται την αλλαγή, αρνούνται την προσαρμογή, επιμένουν στο γνώριμο. Επιμένουν πεισματικά; Επιμένουν εμμονικά στα όρια της ψύχωσης; Επιμένουν απολύτως θαραλλέα; Ίσως όλα αυτά μαζί. Επιμένουν ανθρώπινα.
ΝΟΝΙ: Είμαστε στα αλήθεια εδώ Τζοχν Ντάνιελ; Στην Αρκουδοράχη; Ή..
ΤΖΟΧΝ ΝΤΑΝΙΕΛ: Ή;
ΝΟΝΙ: Το μέλλον έχει ήδη συμβεί και είμαστε κάπου αλλού;
Η αναμονή στοιχειώνει του ήρωες με έναν τρόπο μπεκετικό αλλά ταυτόχρονα απόλυτα σύγχρονο. Ήρωες που περιμένουν και ταυτόχρονα γνωρίζουν πως δεν έχουν πολλά να περιμένουν- το τέλος έρχεται, είναι εκεί στη γωνία και τους περιμένει. Ήρωες που βασανίζονται, που νοσταλγούν, που χαίρονται και λυπούνται σαν ένα λουλούδι που το φυσάει ο άνεμος μια από τη μία και μια από την άλλη. Τα συναισθήματα διογκώνονται αλλά ποτέ δεν φτάνουν σε μία κορύφωση. Δεν υπάρχουν ξεσπάσματα, ο θεατής νιώθει πως περιμένει μια βόμβα να εκραγεί όπως θα έκανε σε ένα χιτσκοκικό περιβάλλον. Αυτή η βόμβα, όμως, δεν εκρήγνυται ποτέ. Και αυτό προκαλεί στον θεατή ακόμα μεγαλύτερη ένταση. Οι ήρωες περιμένουν αλλά και ο θεατής περιμένει. Η αναμονή της κορύφωσης, η αναμονή μιας παλιάς ευτυχίας που ίσως θελήσει να επιστρέψει και εμείς καθόμαστε εδώ και την περιμένουμε να επιστρέψει, η αναμονή της επιστροφής όλων όσων έφυγαν μακριά κι όμως δεν έφυγαν ποτέ στ’ αλήθεια. Η αναμονή για ζωή. Η αναμονή για θάνατο.
Μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς και μας καλεί -και άλλες φορές μας εκβιάζει για- να προσαρμοστούμε, πώς θα ξέρουμε ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια; Ποια είναι η ταυτότητά μας;
«Πώς κατέληξε εδώ το πράγμα Θεέ μου»;
Η «Αρκουδοράχη» του Εντ Τόμας είναι μια καθηλωτική παράσταση που ευτυχεί μέσα από τις συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών της. Μια παράσταση που θα ανατριχιάσει και θα συγκινήσει βαθιά τον θεατή. Για όσα αφήνουμε πίσω, για όσους αφήνουμε πίσω, για τη νοσταλγία μιας παλιάς, χαρούμενης εποχής, για τη νοσταλγία όσων δεν ζήσαμε ποτέ. Μια παράσταση συνταρακτική που δεν πρέπει να χάσετε. Σας τη συστήνω ανεπιφύλακτα.
Ένα υστερόγραφο:
Hiraeth (Ουαλικά): μία αίσθηση νοσταλγίας σε συνδυασμό με θλίψη και πένθος για μία απώλεια, για όσους έφυγαν ή χάθηκαν. Η αμετάφραστη λέξη hiraeth στα ουαλικά εκφράζει το να σου λείπει κάτι ή κάποιος που έχει χαθεί για πάντα.
Ταυτότητα παράστασης
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΙΡΑΙΑ – ΣΚΗΝΗ ΩΜΕΓΑ
Μετάφραση: Αργύρης Ξάφης
Σκηνοθεσία: Ιώ Βουλγαράκη
Σύμβουλος δραματουργίας: Άρτεμις Γρύμπλα
Σκηνικό- Κοστούμια: Anna Fedorova
Κινησιολογία: Κατερίνα Φώτη
Μουσική: Θοδωρής Αμπαζής
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Βοηθός σκηνοθέτριας: Νιόβη Δανέζη
Βοηθός συνθέτη: Γιώργος Καρούμπαλος
Οι φωτογραφίες είναι της Κικής Παπαδοπούλου
Παίζουν οι ηθοποιοί (με αλφαβητική σειρά): Δημήτρης Γεωργιάδης, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Δέσποινα Κούρτη, Αργύρης Ξάφης